Το 2024 χωρίστηκε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όχι μόνο ημερολογιακά, αλλά και πολιτικά, στα δύο εξάμηνά του. Κατά το πρώτο, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και ο κύκλος των συνεργατών του ξόδεψαν, με ασύμμετρο τρόπο, πολύτιμο πολιτικό και επικοινωνιακό κεφάλαιο για την προώθηση και ψήφιση του γάμου των ομοφύλων.

Συνεπεία αυτής της επιλογής, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας ένα κύμα λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένων εσωκομματικών αντιδράσεων. Η δυσαρέσκεια καταγράφηκε στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, οι οποίες ήταν το πρώτο ηχηρό προειδοποιητικό σήμα.

Προκάλεσαν έναν μάλλον αμήχανο ανασχηματισμό και έδειξαν ότι η κυβέρνηση δεν είναι άτρωτη και ότι, παρόλο που δεν απειλείται αισθητά από κάποια αντιπολιτευτική δύναμη, από τον Ιούνιο και έπειτα, μόλις έναν χρόνο μετά τον εκλογικό θρίαμβο του 2023, τα δημοσκοπικά της ποσοστά έχουν συρρικνωθεί στα όρια των διαχρονικά χαμηλών εκλογικών επιδόσεών της τού 30%.

Ως αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης και της εκλογικής της αποτύπωσης, ο Πρωθυπουργός ανάλωσε το δεύτερο εξάμηνο του έτους με προσπάθειες διαχείρισης εσωτερικών αντιδράσεων, απόπειρες κατευνασμού των βουλευτών της ΝΔ, ενώ κατά το ίδιο διάστημα βρέθηκε αντιμέτωπος με την ιδιότυπη συνθήκη να έχει απέναντί του ένα μέτωπο οξείας κριτικής από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.

Ο εκλογικός κύκλος

Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, το τέλος του 2024 βρήκε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να διαγράφει τον Αντώνη Σαμαρά, να αποκαθιστά εν μέρει τη σχέση με την ΚΟ της ΝΔ και να ενσωματώνει στον προϋπολογισμό του 2025 πολλές από τις παρεμβάσεις βουλευτών, οι οποίες στο προηγούμενο διάστημα διαμόρφωσαν την αίσθηση ενός μετώπου εσωτερικής αντιπολίτευσης και αμφισβήτησης των κυβερνητικών επιλογών, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά μετέτρεψαν το 2024 σε χρονιά της επίγνωσης για τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του. Κάποια όρια δοκιμάστηκαν, οι μετρήσεις άρχισαν να στέλνουν περισσότερο προειδοποιητικά μηνύματα και λιγότερο στοιχεία επιβεβαίωσης της πολιτικής κυριαρχίας, και στο στενό περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίμου άρχισε να διαμορφώνεται η ανάγκη της διαρκούς επαγρύπνησης και να υποχωρεί ο εφησυχασμός της πολιτικής ηγεμονίας.

Με το τέλος αυτής της χρονιάς, η οποία αποδείχθηκε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη περισσότερο περιπετειώδης από ό,τι ενδεχομένως ο ίδιος θα ανέμενε πριν από έναν χρόνο, ξεκινά μία νέα πολιτική περίοδος, η οποία θα καθορίσει τις εξελίξεις και τις πολιτικές παραμέτρους έως τις εκλογές.

Ο Πρωθυπουργός έχει σπεύσει να δηλώσει ρητώς και κατά τα αναμενόμενα ότι δεν σκοπεύει να επισπεύσει τον εκλογικό κύκλο, καθώς και ότι ο ίδιος θα διεκδικήσει μία δεύτερη ανανέωση της λαϊκής εντολής, την άνοιξη του 2027. Ορισμένες δε από τις εξαγγελίες του, όπως αυτή με την οποία όρισε το χρονοδιάγραμμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στο τέλος του 2025 ή στις αρχές του 2026, εκλαμβάνονται ως στοιχεία επιβεβαιωτικά για τις προθέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αποκατάσταση ισορροπιών

Υπό αυτές τις συνθήκες και με τα δεδομένα της συγκυρίας, ο πρώτος πολιτικός σταθμός του νέου έτους είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Στον απόηχο των πολιτικών και κομματικών αναταράξεων του 2024, η επιλογή του Πρωθυπουργού θα δείξει πώς και σε ποιον βαθμό ο ίδιος θα επαναφέρει την πολιτική ισορροπία μεταξύ διαφύλαξης του κεντροδεξιού χαρακτήρα της ΝΔ και του δικού του, φιλελεύθερου και κεντρώου πολιτικού προσανατολισμού, καθώς και κατά πόσο θα πιστοποιήσει ότι δεν σύρεται σε πολιτικές αποφάσεις, με γνώμονα μικροπολιτικές σκοπιμότητες ή πρόσκαιρες αντιδράσεις.

Η κορυφαία αυτή θεσμική επιλογή περιγράφεται από πολιτικούς παράγοντες και κυβερνητικά στελέχη ως μία ευκαιρία πραγματικής πολιτικής επανεκκίνησης της κυβέρνησης και αναβάπτισης του Πρωθυπουργού, λαμβανομένων υπόψη όσων έχουν προηγηθεί και εμπεδωθεί.

Η αναμενόμενη λήξη αυτής της εκκρεμότητας τις αμέσως προσεχείς εβδομάδες θα ανοίξει και τον δρόμο για τα επόμενα βήματα. Προεξοφλείται ότι στο διάστημα που θα ακολουθήσει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό, είναι όμως άγνωστο ποια στιγμή θα κριθεί κατάλληλη για την κίνηση αυτή.

Η γενική αίσθηση είναι ότι το κυβερνητικό σχήμα θα μπορούσε να ανανεωθεί ανά πάσα στιγμή μετά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές της άνοιξης. Την ίδια στιγμή όμως κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ότι, αφενός ο Πρωθυπουργός δεν βιάζεται ιδιαιτέρως ως προς τις αλλαγές υπουργών και, αφετέρου, ότι αυτή τη φορά ο όποιος ανασχηματισμός θα πρέπει να είναι σχεδιασμένος με γνώμονα και ένα ιδιαίτερο στοιχείο της συγκυρίας: Οτι η κυβέρνηση σύντομα θα διανύει το δεύτερο μισό της δεύτερης θητείας της και, υπό αυτή την έννοια, ο χρόνος προς τις εκλογές θα μετρά αντίστροφα.

Αυτοδυναμία ή συνεργασίες;

Πέραν αυτών, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η νέα χρονιά αποκτά μία επιπλέον σημασία, εξαιτίας του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού. Η, έστω και αναιμική, ανάκαμψη του ΠαΣοΚ και πάντως η εδραίωσή του ως βασικής και στοιχειωδώς αξιόπιστης αντιπολιτευτικής δύναμης, είναι μία παράμετρος με πολλαπλές αναγνώσεις.

Με βάση το πώς θα εξελιχθούν οι συσχετισμοί και το πολιτικο-κοινωνικό κλίμα, το νέο έτος αναμένεται ότι θα φανερώσει μεταξύ άλλων και αν ο Πρωθυπουργός θα αποκτήσει έναν αντίπαλο, εν προκειμένω στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος θα κατορθώσει να αμφισβητήσει την ισχύ του και να εμφανιστεί ως ένας δυνάμει διάδοχός του στο Μέγαρο Μαξίμου.

Υπό το ίδιο πρίσμα όμως, οι κυβερνητικές επιλογές και η πορεία της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του νέου έτους θα δείξουν και κάτι ακόμη. Αν η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές παραμένει ένας ρεαλιστικός και εφικτός στόχος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ή αν θα απαιτηθεί η διαμόρφωση εναλλακτικών πολιτικών στρατηγικών για συμμαχίες ή συνεργασίες. Καθοριστική παράμετρος ως προς αυτά θα είναι και η δυναμική την οποία θα αναπτύξουν κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, ένα από τα βασικά στοιχεία των σημερινών πολιτικών συσχετισμών.

Οπως πάντως σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη, κρίσιμο στοιχείο ως προς την εξέλιξη όλων των παραπάνω είναι και η διεθνής συγκυρία, οι πολλαπλές αναφλέξεις στην ευρύτερη περιοχή και το οικονομικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί. Είναι κάτι που ελάχιστα εξαρτάται από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όμως θα μπορούσε με πολλούς τρόπους να επηρεάσει την ευχέρεια των κινήσεών του, ειδικώς στο κρίσιμο πεδίο της οικονομίας.