Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, ιδιαιτέρως ο δεύτερος γύρος, φανέρωσε φθορές και δυναμικές. Η κυβέρνηση έχασε πέντε διεκδικούμενες Περιφέρειες και τους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Οι κυβερνητικοί υποψήφιοι παρότι ισχυροί στον πρώτο γύρο, προς γενική έκπληξη έχασαν από υποψηφίους με εξαιρετικά χαμηλότερες επιδόσεις, γεγονός που αν μη τι άλλο δηλώνει δυσαρέσκεια και διάθεση μετατοπίσεων στο εκλογικό σώμα.
Η έκπληξη της Αθήνας
Χαρακτηριστική υπήρξε η εξέλιξη της εκλογικής μάχης στην πρωτεύουσα όπου ο άγνωστος Χάρης Δούκας, με το ήθος, την ταπεινότητα και την τεχνοκρατική επάρκειά του, κατίσχυσε του αλαζονικού και επικοινωνιακά υπερφίαλου Κώστα Μπακογιάννη, επιτρέποντας σε πολλούς να μιλούν για αλλαγή υποδείγματος και νέες δυναμικές στην πολιτική σκηνή.
Γενική είναι η εντύπωση ότι ο κ. Δούκας υπερψηφίστηκε και από συντηρητικούς ψηφοφόρους, οι οποίοι αναγνώρισαν στο πρόσωπό του ιδιότητες και ικανότητες που δεν διέθετε ο ευνοημένος και προικοδοτημένος από την πανίσχυρη πολιτική οικογένειά του αντίπαλός του. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η ενίσχυση του ΚΚΕ, η δογματική περιχαράκωση του οποίου φαίνεται παραδόξως να απέδωσε σε τούτες τις ιδιαίτερες συνθήκες της κυβερνητικής αδυναμίας και της συριζαϊκής υποχώρησης.
Ισως είναι πρόωρο να εξαχθούν πολιτικά συμπεράσματα, ωστόσο δεν χωρεί αμφιβολία ότι άνοιξε μια ρωγμή στη μέχρι πρότινος άτρωτη και κυρίαρχη Νέα Δημοκρατία. Αποτέλεσμα κυρίως των αντισυσπειρώσεων που εύλογα προκαλούν τα υπερπροβαλλόμενα και προπαγανδιζόμενα αισθήματα παντοδυναμίας και κυριαρχίας.
Οπως και ουδείς αμφιβάλλει ότι ο διαιρεμένος ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε τροχιά αποσυσπείρωσης και διαρκούς υποχώρησης μετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του, όπως άλλωστε μαρτυρούν οι αμυντικού χαρακτήρα, συνεχείς τελευταίως, εκκλήσεις στελεχών του για τη συγκρότηση ενιαίου δημοκρατικού μετώπου απέναντι στην νεοδημοκρατική υπεροχή.
Διεκδικεί και πάλι τα πρωτεία
Αντιθέτως, κοινή είναι η πεποίθηση ότι το ΠαΣοΚ του κ. Ν. Ανδρουλάκη κερδίζοντας περίπου 110 δήμους σε ολόκληρη τη χώρα δείχνει ότι δημιουργεί προϋποθέσεις επανάκαμψης στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Αν επιμείνει μεθοδικά και οργανωμένα στη διαδικασία ανασύνταξης και ανασυγκρότησης με νέα, αξιόπιστα και αξιόμαχα πρόσωπα και ταυτόχρονα απαντήσει στις μεγάλες και σύνθετες προκλήσεις της τρέχουσας απαιτητικής εποχής θα μπορέσει να υπερκεράσει τον παραπαίοντα ΣΥΡΙΖΑ και να διεκδικήσει με αξιώσεις τα πρωτεία της αντιπολίτευσης.
Η αίσθηση που υπάρχει στους κύκλους των πολιτικών αναλυτών και των δημοσκοπικών εταιρειών είναι ότι η ηγεσία Κασσελάκη, απαράσκευη και υπεραπλουστευτική, έως απολίτικη, όπως είναι στις προσεγγίσεις της, δεν δημιουργεί το ρεύμα που ήλπιζαν οι μέντορές του. Κατά τα φαινόμενα το αντίθετο συμβαίνει. Ο κ. Κασσελάκης με τις γενικού τύπου αναφορές του περί ενιαίου δημοκρατικού μετώπου δεν πείθει, ούτε κινητοποιεί, παρά ενισχύει τη διεκδίκηση του ΠαΣοΚ, το οποίο ιστορικά εκφράζει αυθεντικότερα τον στόχο της συγκρότησης του δημοκρατικού μετώπου. Κοινώς, οι δυναμικές που προέκυψαν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν υποστηρίζουν τη διεκδίκηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξαρτήτως πώς, οι νέες δυναμικές προέκυψαν από την πλευρά του ΠαΣοΚ και είναι πλέον δικό του ζήτημα αν θα τις αξιοποιήσει και αν όντως θα μπορέσει να υπερβεί τους δικούς του μικρομεγαλισμούς και ηγεμονεύσει στον χώρο της αντιπολίτευσης.
Κρίση διαρκείας στην Κουμουνδούρου
Οπως και να έχει, το κενό αντιπολίτευσης που ανεδείχθη μετά τις διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου θα καλυφθεί, και επί του παρόντος τουλάχιστον δεν φαίνεται ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που θα το καλύψει. Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα βασανίζεται επί μακρόν από κρίση διαρκείας, όπως άλλωστε έδειξε και η «παπανδρεϊκού» τύπου παραπομπή του Στέφανου Τζουμάκα στο πειθαρχικό με το ερώτημα της διαγραφής την περασμένη Παρασκευή. Η νέα ηγεσία του αμφισβητείται εντόνως, σημαντικός αριθμός παλαιών στελεχών απορρίπτει τον κ. Κασσελάκη και δεν πρόκειται να συντονιστεί μαζί του. Τον αντιμετωπίζει ως ξένο σώμα, ως έναν αλεξιπτωτιστή που ουδεμία σχέση έχει με τις πολιτικές και αγωνιστικές παραδόσεις του κόμματος και σχεδόν ευθέως θέτει θέμα καταλληλότητας. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν ότι το κόμμα τους κινείται στα όρια της γελοιοποίησης. Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον επίσης το γεγονός ότι ακόμη και οι στενότεροι των συνεργατών του κ. Τσίπρα εμφανίζονται πλέον επιφυλακτικοί και δεν κρύβουν ότι ο κ. Κασσελάκης θα κριθεί σύντομα και πως δεν θα τύχει μακράς περιόδου χάριτος.
Οταν επικρατούν τέτοιου τύπου αμφισβητήσεις και στον βαθμό που ο κ. Κασσελάκης επιμείνει να πολιτεύεται με τον τρόπο του και δεν καταφέρει να ξεπεράσει την ατμόσφαιρα αγεφύρωτου χάσματος, η διάσπαση θα επέλθει και το άλλοτε κραταιό κόμμα του κ. Τσίπρα θα μοιάζει με φάντασμα του παλαιού που πλειοψήφησε και ηγήθηκε της χώρας.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι για την ηγεσία του κ. Κασσελάκη. Ολοι μπορούν να φανταστούν τι θα συμβεί αν διαπιστωθεί ότι η επιλογή που έκαναν χιλιάδες μέλη του κόμματος αποδειχθεί λανθασμένη.
Κρίσιμο τεστ οι ευρωεκλογές
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΠαΣοΚ δεν έχει παρά τα περιμένει και να αποκρούει τις προτάσεις που γίνονται από πολλές πλευρές για συνένωση της αντιπολίτευσης, συγκρότηση δημοκρατικού μετώπου και κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές, που θεωρείται το επόμενο μεγάλο τεστ για την κυβέρνηση και συνολικά για τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Η ηγεσία του άλλωστε πιστεύει ότι η δυναμική που διαμορφώθηκε από τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι επίτευγμα του ΠαΣοΚ και αποτέλεσμα πολύ συγκεκριμένων επιλογών. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Ανδρουλάκης ενθαρρύνεται και από τις δημοσκοπικές εταιρείες, η πλειονότητα των οποίων πιστεύει ότι το πλεονέκτημα ανήκει στο κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η αίσθηση των περισσοτέρων είναι ότι το ΠαΣοΚ μπορεί να προσεγγίσει το 18% στις ευρωεκλογές και αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως κάμπτεται και να οδεύει προς το 10%, κινδυνεύοντας, προϊόντος του χρόνου, να βυθιστεί σε μονοψήφια ποσοστά. Ορισμένες εταιρείες μάλιστα προβλέπουν ότι το ενισχυμένο ΚΚΕ του κ. Κουτσούμπα δεν είναι απίθανο στην προσπάθειά του να πιάσει το 10% να τον προσπεράσει! Πολλά επίσης θα κριθούν από το πώς θα πολιτευθεί η κυβέρνηση. Μετεκλογικά φανέρωσε πάμπολλες αδυναμίες. Ακόμη και οι υπουργοί της νιώθουν άβολα, ορισμένοι την παρουσιάζουν ως «ξέπνοη, χωρίς δυναμική» και άλλοι θεωρούν ότι ξεστρατίζει, ότι χάνει τον συντηρητικό άξονά της και «πασοκοποιείται», αφήνοντας χώρο στις πολλές δυνάμεις της Ακροδεξιάς που την πολιορκούν. Ο κ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε ότι η κυβέρνησή του πιέζεται και θα πιεσθεί στο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι κάλεσε τους υπουργούς του να είναι προσεκτικοί και να βουτούν τη γλώσσα στο μυαλό τους πριν μιλήσουν. Οπως και να έχει, δυναμικές και νέες ισορροπίες θα κριθούν στις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Μέχρι τότε θα δούμε πολλά επεισόδια στη ζώνη της πολιτικής και οικονομίας. Πολύ περισσότερο αν οι διεθνείς συνθήκες επιδεινωθούν και αν οι εντάσεις περισσέψουν στη φλεγόμενη ζώνη της Μέσης Αναστολής.