Σε βήμα μέσω του οποίου ο Πρωθυπουργός θα αναζητήσει διέξοδο από την πίεση που υφίσταται λόγω της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων μετατρέπεται η εφετινή, προεκλογική ΔΕΘ. Υπό αυτή την έννοια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του μελετούν και σχεδιάζουν όχι μόνο το πακέτο των εξαγγελιών, των μέτρων στήριξης και των παρεμβάσεων που θα ανακοινωθούν το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους θα επιχειρηθεί μία πολιτική επανεκκίνηση.
Η γραμμή άμυνας
Ο ορατός κίνδυνος έπειτα από τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων και ημερών είναι να υποβαθμιστεί η σημασία των εξαγγελιών στη ΔΕΘ και να βρεθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συνέντευξη Τύπου αντιμέτωπος με πιεστικά ερωτήματα για την υπόθεση η οποία έχει μεταβάλει σχεδόν ριζικά την πολιτική επικαιρότητα και συζήτηση.
Εκτιμάται ότι έως τότε θα έχει οργανωθεί μία νέα γραμμή άμυνας της κυβέρνησης, η οποία και θα παρουσιαστεί από τον Πρωθυπουργό. Κατά πληροφορίες και σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ενδείξεις πάντως, βασικό συστατικό στοιχείο της κυβερνητικής γραμμής των επόμενων εβδομάδων θα είναι η θέση ότι εξακολουθεί να απουσιάζει μία αξιόπιστη, εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, είτε από τη μείζονα είτε από την ελάσσονα αντιπολίτευση. Και παράλληλα, πιθανολογείται ότι θα ενταθεί η επιχειρηματολογία περί απόπειρας αποσταθεροποίησης από εξωτερικές δυνάμεις.
Οσο όμως η κυβέρνηση αναζητεί διέξοδο από την πολιτική πίεση των τελευταίων εβδομάδων, εντείνεται και ο προβληματισμός για τις εξαγγελίες και ειδικότερα για το κόστος, τη μεσοπρόθεσμη επίπτωση και την αποτελεσματικότητα τους. Από το Μέγαρο Μαξίμου και από το οικονομικό επιτελείο εκπέμπονται μηνύματα εν όψει της προσεχούς περιόδου, στα οποία συνδυάζονται οι διαβεβαιώσεις για την αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου, με την επιφυλακτικότητα για τη διάρκεια, τη φύση και την επίδραση των παροχών/μέτρων στήριξης. Και επιπλέον, η ανησυχία αρχίζει να εντείνεται όσο διαφαίνεται ότι η πολιτική των συνεχών παροχών κινδυνεύει να αποδειχθεί εν μέρει ανεπαρκής.
Οι φόβοι για τον «λογαριασμό»
Στο παρασκήνιο πάντως, κυβερνητικά στελέχη δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους. Οπως αναφέρουν με εμφανή αγωνία τις τελευταίες ημέρες, «δεν πρόκειται να βγει ο λογαριασμός, αν μοιράζουμε 2 δισ. ευρώ κάθε μήνα». Υπό αυτό το πρίσμα από το Μέγαρο Μαξίμου υπογραμμίζεται: «Δεν πρόκειται να τινάξουμε την μπάνκα στον αέρα». Η ανησυχία αυτή αρχίζει και εκδηλώνεται εντονότερα εν όψει και της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2023.
Το απροσδιόριστο κόστος της ενέργειας, η πορεία του πληθωρισμού και οι συνεχείς ανάγκες για ενισχύσεις και επιδόματα στο διάστημα έως τις εκλογές, μέχρις ενός σημείου επιχειρείται να καλυφθούν από τα δημοσιονομικά περιθώρια, τα οποία διαμορφώθηκαν κατά μείζονα λόγο από την τουριστική έκρηξη και γενικότερα από τα αυξημένα δημόσια έσοδα. Τα στοιχείο αυτό, καθώς και οι εκτιμήσεις για απροσδόκητα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά το τρέχον έτος, διαμορφώνουν μία συνθήκη βραχυπρόθεσμης ανακούφισης. Παρά ταύτα, η αβεβαιότητα του χειμώνα, η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία και η συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή αδράνεια, περιπλέκουν την κατάσταση για τους επόμενους μήνες.
Εν αναμονή των δημοσκοπήσεων
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον και όσο οι εξελίξεις παραμένουν άδηλες και η ρευστότητα αποτελεί πλέον ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου, το Μέγαρο Μαξίμου στρέφει την προσοχή του στο νέο κύμα δημοσκοπήσεων, οι οποίες ήδη διενεργούνται. Εν αναμονή των αποτελεσμάτων τους και της εικόνας που θα παρουσιάσουν, ελπίδα της κυβέρνησης είναι πως η βλάβη της θα είναι διαχειρίσιμη.
Η ευρωπαϊκή παράμετρος αβεβαιότητας
Οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις για το κοντινό μέλλον «θολώνουν» ακόμη περισσότερο εν αναμονή των εξελίξεων στην Ευρώπη και της αδυναμίας εξεύρεσης μιας κοινής πολιτικής για την αντιμετώπιση της πολυδιάστατης νέας κρίσης. Οι προειδοποιήσεις του προέδρου Μακρόν για το «τέλος της αφθονίας και της ανεμελιάς», σε συνδυασμό με τη μετάπτωση της Γερμανίας σε συνθήκη κρίσης και τις δραματικές αλλαγές στην Ιταλία, με τον αναμενόμενο σχηματισμό μιας ακραία λαϊκιστικής κυβέρνησης, εντείνουν την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητα.
Το νέο αυτό στοιχείο ενδέχεται να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο τη συνεννόηση και λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και υπό αυτή την έννοια ορισμένες πηγές προειδοποιούν για έναν χειμώνα με σημαντικές αναταράξεις στην Ευρώπη και πιθανές περιφερειακές παρενέργειες στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.