Πρωτοβουλίες με στόχο τη διαμόρφωση του πολιτικού περιβάλλοντος εν όψει ενός δύσκολου χειμώνα και με ορίζοντα τις εθνικές εκλογές μελετούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του στο Μέγαρο Μαξίμου. Βασική παράμετρος ανησυχίας είναι και θα παραμείνει η ρευστότητα και η αβεβαιότητα, με κύρια πεδία εκδήλωσης την ακρίβεια και το ενεργειακό ζήτημα.
Η περιπλοκή μετά το αντίο Ντράγκι
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη, ειδικώς μετά την παραίτηση του Μάριο Ντράγκι, με τον οποίο ο Πρωθυπουργός είχε διαρκή επαφή και συνεννόηση για μία σειρά ζητημάτων, εντείνουν τον προβληματισμό στην Αθήνα. «Οσο φεύγουν από την εξίσωση πρόσωπα όπως ο Ντράγκι, ο οποίος έχει πολύ μεγάλο εκτόπισμα στις αγορές και στο πολιτικό πεδίο, τόσο δυσκολεύει η υπόθεση» αναγνωρίζουν συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, εν όψει των ευρωπαϊκών συζητήσεων για την αντιμετώπιση του Ενεργειακού και του πληθωρισμού.
Διαβάστε επίσης: Πληθωρισμός: Στο 11,5% στην Ελλάδα τον Ιούλιο – Νέο ρεκόρ στην ευρωζώνη
Την ίδια στιγμή ωστόσο, σημειώνουν και ότι εξελίξεις όπως η πρόσφατη στην Ιταλία φανερώνουν τη μεγάλη σημασία των σταθερών κυβερνήσεων, με πολιτικά και κοινωνικά ερείσματα. Σχετική εμφατική επισήμανση έκανε την προηγούμενη εβδομάδα και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, σε μία σπάνια δημόσια παρέμβασή του, μέσω συνέντευξης (στον ρ/σ ΣΚΑΪ).
Η παρέμβαση Στουρνάρα
Στον αντίποδα πάντως των ανησυχιών και των παραμέτρων αβεβαιότητας, εμφανίζονται και στοιχεία αισιοδοξίας. Κατά κύριο λόγο αυτά πηγάζουν από την εντυπωσιακή πορεία του τουρισμού, αλλά και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως π.χ. η περιορισμένη εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι αισιόδοξες προοπτικές υπογραμμίστηκαν επίσης από τον Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος εμφανίστηκε αισιόδοξος για τους ρυθμούς ανάπτυξης, που όπως εκτίμησε πιθανότατα θα αναθεωρηθούν προς το καλύτερο. Προσέθεσε επιπλέον ότι η άνοδος των επιτοκίων δεν συνιστά παράμετρο ανησυχίας και ότι ενδέχεται σύντομα να αναστραφεί, ενώ επανέλαβε και ότι είναι εφικτή η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπό αυτή τη συνθήκη και με βάση τα όσα μεταδίδουν και κυβερνητικά στελέχη, η ανησυχία και ο προβληματισμός δεν αφορούν τόσο το τρέχον έτος όσο το θολό τοπίο του 2023 και την απουσία ασφαλών δεδομένων για την κατάρτιση του επόμενου προϋπολογισμού.
Η επιδίωξη της αυτοδυναμίας
Την ίδια στιγμή, η προσοχή του κυβερνητική επιτελείου στρέφεται στην πολιτική ατμόσφαιρα της περιόδου. Οι διαρκείς απόπειρες του ΣΥΡΙΖΑ, κατά μείζονα λόγο, και του ΠαΣοΚ, δευτερευόντως, να υποδαυλίσουν την ένταση και να ανεβάσουν τους τόνους της αντιπαράθεσης, με κάθε αφορμή και σε όλα σχεδόν τα πεδία, έχουν ήδη οδηγήσει σε έναν νέο στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος αναμένεται να ξεδιπλωθεί στο προσεχές διάστημα. Υπό αυτό το πρίσμα, η κυβέρνηση ετοιμάζεται για μία μετωπική αντιπαράθεση διαρκείας με την αξιωματική και την ελάσσονα αντιπολίτευση. Στον πυρήνα αυτής της επιλογής βρίσκεται η βασική πολιτική επιδίωξη των προσεχών μηνών, η οποία συνοψίζεται στην επίτευξη της αυτοδυναμίας και στην εγκατάλειψη πλέον κάθε υπόνοιας για συνεργασίες.
Εντείνεται η πίεση προς το ΠαΣοΚ
Αυτό θα σημάνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του θα εντείνουν την πίεση προς το ΠαΣοΚ και θα επιχειρήσουν να αναδείξουν την επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη και της ομάδας των συνεργατών του να συμπορευτούν κατ’ ουσίαν με τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στελέχη του κυβερνητικού επιτελείου σημειώνουν σχετικά ότι η τακτική αυτή είναι μία προσωπική επιλογή του προέδρου του ΠαΣοΚ και υπό αυτή την έννοια τονίζουν ότι εκδηλώνεται μία θεμελιώδης αντίφαση: «Τη στιγμή κατά την οποία ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ είτε επικροτεί είτε συντάσσεται με επιλογές της κυβέρνησης, η ηγεσία του κόμματος επιλέγει να ταυτιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ» σημειώνουν χαρακτηριστικά. Προσθέτουν επίσης ότι η τακτική των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει κοινό παρονομαστή: την απουσία πολιτικής πρότασης, τη διασπορά υπονοουμένων και την εμπρηστική ρητορική.
Τα τέσσερα «φάουλ»
Σε αυτή τη συγκυρία, κυβερνητικοί παράγοντες αναδεικνύουν κάποια δείγματα γραφής των τελευταίων ημερών. Συγκεκριμένα, μιλούν για:
l Την άρνηση του Νίκου Ανδρουλάκη να συναινέσει στην τοποθέτηση της Εύης Χριστοφιλοπούλου, πρώην βουλευτού του ΠαΣοΚ, στη θέση της προέδρου της Ανεξάρτητης Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Μάλιστα, συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη σημειώνουν ότι ο Πρωθυπουργός επισήμανε στον πρόεδρο του ΠαΣοΚ κατά την πρόσφατη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο ότι δεν είναι δυνατόν «να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε για τα αυτονόητα».
l Τη στάση που τήρησε το ΠαΣοΚ στις εφετινές πυρκαγιές, όπως αυτή εκδηλώθηκε μέσω της ανακοίνωσης του αρμοδίου τομεάρχη για το Περιβάλλον Γιώργου Αποστολόπουλου. Σε αυτήν αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι η ΝΔ, «που κατέκαψε Πάρνηθα, Πεντέλη, Εύβοια και Γεράνεια, συνεχίζει το καταστροφικό της έργο επιτρέποντας μάλιστα την εκμετάλλευση των προστατευόμενων περιοχών την ίδια στιγμή που οι άναρθρες πολιτικές κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ ανασύρουν τις τραγικές στιγμές στο Μάτι και στην Κινέτα».
l Την προσπάθεια της ηγεσίας του ΠαΣοΚ να διαμορφώσει ένα κλίμα έντασης και συνωμοσιολογίας, με αφορμή την καταγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη για κακόβουλη απόπειρα παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του. Κατά τα όσα επισημαίνονται από το Μέγαρο Μαξίμου, η κυβέρνηση έσπευσε να ζητήσει αμέσως τη διαλεύκανση της υπόθεσης και ο Πρωθυπουργός πρότεινε την άμεση σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής (την προηγούμενη Παρασκευή). Παρά ταύτα, επιμένουν οι ίδιες πηγές, το ΠαΣοΚ προτίμησε να υιοθετήσει μία στάση ανάλογη με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και να καταφύγει σε μία ρητορική έντασης περί «παρακράτους» και με υπόνοιες σε βάρος της κυβέρνησης.
l Την αναπάντεχη επιλογή του ΠαΣοΚ να ψηφίσει υπέρ της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση επιτροπής ελέγχου των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Κατά την κυβέρνηση, η στάση αυτή υπέρ της σύστασης μιας οιονεί εξεταστικής επιτροπής, φανερώνει την πρόθεση του κόμματος να ακολουθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στον δρόμο της τοξικότητας και της σκανδαλολογίας.
Η «βολική» παρερμηνεία της ομιλίας Σακελλαροπούλου
Η ροπή της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης προς την ακρότητα και τις διχαστικές πρακτικές, συνέπεσε και με τις πρόσφατες επιθέσεις που δέχθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαρόπουλου. Μιλώντας στη δεξίωση για την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας, είχε μεταξύ των άλλων υπογραμμίσει: «Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Οι δικαστές απολαμβάνουν τις εγγυήσεις του λειτουργήματός τους και οφείλουν να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, διαφυλάσσοντας το κύρος και την αποστολή τους. Κρίνονται για τις αποφάσεις τους, δεν στοχοποιούνται. Ο διχαστικός λόγος αδικεί τη δημόσια σφαίρα και δεν υπηρετεί τη δημοκρατία μας».
Η αναφορά αυτή εξελήφθη και παρερμηνεύθηκε από μεγάλη μερίδα του αντιπολιτευόμενου Τύπου και από κάποια πολιτικά στελέχη ως προσπάθεια υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη.
Κυβερνητικά στελέχη και ανεξάρτητοι παράγοντες σημείωναν ωστόσο ότι η Πρόεδρος υπενθύμισε το θεσμικά αυτονόητο και ότι ο τόσο εύκολος εκτροχιασμός της δημόσιας συζήτησης είναι ένα από τα επικίνδυνα και ανησυχητικά στοιχεία της περιόδου.