Μέσα σε ένα κλίμα έντονης ανησυχίας για τη γενικότερη πορεία στον κόσμο – και ενώ οι γνωστοί δύο πόλεμοι στη δική μας ευρύτερη γειτονιά έχουν λάβει πλέον ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες διαστάσεις – η πολιτική ηγεσία του ΝΑΤΟ αλλάζει χέρια την Τρίτη 1η Οκτωβρίου. Νέος Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας αναλαμβάνει ο πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, αντικαθιστώντας τον Νορβηγό Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος είχε παραμείνει στο αξίωμα αυτό για πάνω από 10 χρόνια.
Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει τώρα είναι αν η αλλαγή αυτή μπορεί ή όχι να συμβάλει στον απαιτούμενο εκ των πραγμάτων συμβιβασμό στα δύο μέτωπα της κρίσης, οδηγώντας έτσι σε μια εντελώς νέα πορεία έναν Οργανισμό, που, ας μην ξεχνάμε, είχε ιδρυθεί πριν από ακριβώς 75 χρόνια για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική απειλή (η οποία επανέρχεται τώρα ως ρωσική) από 12 χώρες και σήμερα έχει φτάσει αισίως στις 32!
Στο καίριο όμως αυτό ερώτημα δεν θα μπορέσει να υπάρξει ουσιαστική απάντηση πριν γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, καθώς κινητήρια δύναμη της Ατλαντικής Συμμαχίας υπήρξαν ανέκαθεν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που συμβάλλουν στο 80% των οικονομικών και αμυντικών δαπανών της. Και είναι ακριβώς τις δαπάνες αυτές που θέλει τώρα να περικόψει ο Ντόναλντ Τραμπ, ζητώντας από τους ευρωπαίους Συμμάχους να αυξήσουν το ποσοστό της συμμετοχής τους και απειλώντας ότι αν δεν γίνει αυτό οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από τη Συμμαχία. Αναμονή λοιπόν έως τις 5 Νοεμβρίου.
Πέρα όμως από την ευνόητη αμερικανική επιρροή ως προς τις τελικές αποφάσεις που λαμβάνονται, ο ρόλος του Γενικού Γραμματέα (που προέρχεται πάντα από μια ευρωπαϊκή χώρα, σε αντίθεση με τον Ανώτατο Στρατιωτικό Διοικητή που είναι πάντα Αμερικανός) είναι να προεδρεύει των συναντήσεων και να καθοδηγεί τις διαβουλεύσεις μεταξύ των αντιπροσωπειών των κρατών-μελών ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται πάντα με συναινέσεις. Οχι και πολύ εύκολο βέβαια, ιδιαίτερα σήμερα με την παρουσία 32 αντιπροσωπειών.
Ο Ρούτε πάντως ως πρωθυπουγός υποστήριξε ανεπιφύλακτα τη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας από την Ευρώπη και έχει τονίσει ότι η ήττα της Μόσχας στο πεδίο της μάχης είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη. Η άποψή του αυτή έχει επηρεαστεί, όπως φαίνεται, από την κατάρριψη αεροσκάφους πάνω από την Ουκρανία το 2014, για την οποία η Ολλανδία κατηγόρησε τη Ρωσία. Τα 196 από τα 298 θύματα της τραγωδίας αυτής ήταν Ολλανδοί. Και είναι αυτή η Ρωσία, δηλαδή ο Πούτιν, που δηλώνει σήμερα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα εάν δεχόταν επίθεση από οποιοδήποτε κράτος (βλέπε κυρίως Ουκρανία) που υποστηρίζεται από πυρηνική δύναμη.
Η προειδοποίηση αυτή αφορά βέβαια τις ΗΠΑ, αλλά και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ, στο να μην επιτρέψουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλου βεληνεκούς για πλήγματα εντός του ρωσικού εδάφους, κινδυνεύοντας έτσι να μετατραπεί ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας σε πόλεμο Ρωσίας – ΝΑΤΟ. Για να μη μιλήσουμε και για την άλλη απειλή του Πούτιν ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα ακόμη και αν η Λευκορωσία γίνει αντικείμενο μεγάλης κλίμακας επίθεσης, έστω και με συμβατικά οπλα.
Και όλα αυτά μέσα στο κλίμα της γενικότερης ανησυχίας που επικρατεί την περίοδο αυτή. Μετά μάλιστα την προειδοποίηση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στη Γενική Συνέλευση της περασμένης εβδομάδας ότι «η κατάσταση θυμίζει ένα βαρέλι με δυναμίτη που απειλεί την αθρωπότητα» και ότι ο ΟΗΕ με τη σημερινή δομή του δεν μπορεί πλέον να διασφαλίσει την παγκόσμια ειρήνη σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι ισορροπίες που είχαν επιτευχθεί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έχουν ανατραπεί, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από νέες. Πέρα όμως από τις επισημάνσεις αυτές, το γεγονός είναι ότι η Ενωμένη Ευρώπη, που όλη αυτή την περίοδο είχε στηριχθεί στην αμερικανική ομπρέλα για την άμυνά της, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει τη δική της αυτόνομη αμυντική διάσταση, παρά τις προσπάθειες κυρίως της Γαλλίας και του προέδρου Μακρόν προς την κατεύθυνση αυτή. Ενώ σήμερα, λόγω των γνωστών εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δύο ισχυρότερες χώρες, η Γαλλία και η Γερμανία, είναι αδύνατη πλέον η λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα, που θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να στηρίξει την προπάθεια αυτή.
Η νέα Ευρωπαική Επιτροπή πάντως θα περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, έναν επίτροπο Αμυνας, τον πρώην πρωθυπουργό της Λιθουανίας. Αν και είναι αμφίβολο αν αυτό θα οδηγήσει και σε μια ουσιαστική ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της ΕΕ, ώστε να επιτευχθεί μια αυτόνομη ευρωπαϊκή αμυντική συμμαχία. Καθώς κύριος στόχος του νέου επιτρόπου είναι η εξεύρεση πόρων για την ενίσχυση απλώς της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και των κοδυλίων που θα διαθέσουν τα κράτη-μέλη για τον σκοπό αυτόν. Τη στιγμή που δεν δείχνουν μεγάλο ενθουσιασμό προς την κατεύθυνση αυτή, προτιμώντας ο τομέας της άμυνας να παραμείνει τελικά στα χέρια των επιμέρους κυβερνήσεων.
Πέρα όμως από τις επισημάνσεις αυτές, το γεγονός είναι ότι το ΝΑΤΟ υπήρξε ουσιαστικά μια αμοιβαία αμυντική συνθήκη ενάντια στη σοβιετική απειλή και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, το οποίο περιελάμβανε τις χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης που είχε καταλάβει η Μόσχα στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γεγονός που οδήγησε στον Ψυχρό Πολέμο, χωρίς όμως ποτέ αυτός να μετραπεί σε θερμό, λόγω της γνωστής ισορροπίας του τρόμου.
Οταν όμως κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση και ακολούθησε η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, χάθηκε η ιστορική ευκαιρία να υπάρξει μια ευρύτερη συνεννόηση με τη Δύση (και κυρίως την ΕΕ) με στόχο την ασφάλεια και τη συνεργασία στη βάση των νέων δεδομένων. Ετσι το ΝΑΤΟ, παρά την κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, για την αντιμετώπιση του οποίου είχε δημιουργηθεί, αντί να καταργηθεί και αυτό, οδηγήθηκε σε μια σταδιακή επέκταση φτάνοντας στα σύνορα της Ρωσίας και περιλαμβάνοντας τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας και επιπλέον τις ιστορικά ουδέτερες Φινλανδία και Σουηδία. Το τελικό αποτέλεσμα υπήρξε αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Ανήλθε στην εξουσία της Ρωσίας ένας εθνικιστής ακραίος πρώην πράκτορας της Κα Γκε Μπε. Και να δούμε τώρα πώς θα ξεμπερδέψουμε.