Η εσπευσμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να ικανοποιήσει – έστω εν μέρει – τα αιτήματα των αγροτών, ώστε να κατευνάσει τις αντιδράσεις των τελευταίων ημερών, ήταν ενδεικτική για κάποια στοιχεία.
Κατ’ αρχάς, για το ότι διαπιστώθηκαν δραματικές καθυστερήσεις ως προς την υλοποίηση των εξαγγελιών του προηγούμενου φθινοπώρου, για την αποκατάσταση των ζημιών από τις καταστροφικές πλημμύρες και τις εκταμιεύσεις της αρωγής προς τους πληγέντες.
Σε δεύτερο επίπεδο, η αντίδραση της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη φανέρωσε την αγωνία για τις πολιτικές επιπτώσεις εν όψει ευρωεκλογών. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση πολιτικών στελεχών, τα οποία υπενθύμιζαν ότι στους αγροτικούς πληθυσμούς εμφανίστηκε ήδη από τις εκλογές του προηγούμενου Ιουνίου μία αξιοσημείωτη τάση ενίσχυσης της Ελληνικής Λύσης, σε διψήφιο ποσοστό.
Σε συνέχεια των εξαγγελιών για τις αυξήσεις των ποσών αρωγής, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την Παρασκευή την επέκταση της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο για το 2024, την πρόσθετη έκπτωση 10% στο αγροτικό ρεύμα για την περίοδο Μαΐου – Σεπτεμβρίου, τη ρύθμιση χρεών προς τη ΔΕΗ των Τοπικών και Γενικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ύψους 87 εκατ. ευρώ, μείωση 30% του ενεργειακού κόστους για τους συνεταιρισμούς και τη συμβολαιακή γεωργία μέσω της επιδότησης φωτοβολταϊκών πάρκων, το πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά στο χωράφι» και το πρόγραμμα ενεργειακού συμψηφισμού «Απόλλων».
Οι εφετινές κινητοποιήσεις όμως έφεραν στην επικαιρότητα ένα βαθύτερο δομικό πρόβλημα: Τη μεγάλη απόκλιση μεταξύ των τιμών παραγωγού και εκείνων που τελικά καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής. Σε συνδυασμό με το διαρκές πρόβλημα της ακρίβειας, η πτυχή αυτή φανερώνει μία παραδοξότητα, με υπαρξιακή κρισιμότητα: Οτι οι παραγωγοί βρίσκονται σε οριακό σημείο και αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος των καλλιεργειών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων τους και την ίδια στιγμή οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα κύμα διαρκών ανατιμήσεων.
Επιπλέον, αναδεικνύεται το μείζον ζήτημα της απουσίας ενός ευρύτερου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, για την αναβάθμιση του πρωτογενούς τομέα της χώρας.
Η ευρωπαϊκή διάσταση
Παράλληλα και ώσπου να φανεί αν τα μέτρα θα επιδράσουν έστω και προσωρινά ανακουφιστικά, το πρόβλημα του αγροτικού κλάδου έχει μία ευρύτερη διάσταση και ήδη διαφαίνεται ότι θα αποτελέσει ένα πεδίο μεγάλης δοκιμασίας για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εν όψει ευρωεκλογών.
Πρόκειται στην ουσία για τις γνωστές αγκυλώσεις και τα δεσμευτικά πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τα οποία έχουν γίνει ακόμη πιο ασφυκτικά λόγω του υψηλού κόστους της «πράσινης μετάβασης». Το ζήτημα της «πράσινης» ΚΑΠ και της αναθεώρησης κάποιων σημείων της είχε θέσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε δημόσια παρέμβασή του στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, αλλά και στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Οπως φανερώνεται, το πρόβλημα ήδη προκαλεί πολλαπλές αντιδράσεις, αφενός των αγροτών, αφετέρου των ίδιων των κυβερνήσεων.
Τι λένε οι δύο πρωταγωνιστές
Επειτα από κάποιες «ήσυχες» χρονιές, λόγω και της πανδημίας, η συμμετοχή στα μπλόκα είναι φέτος μεγάλη, καθώς τα προβλήματα έβγαλαν και πάλι τους αγρότες στους δρόμους. Η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο υπουργός κ. Λευτέρης Αυγενάκης, «δίνει καθημερινά μάχες και δημιουργεί νέες συμμαχίες για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αγρότες στη χώρα μας, όπως έγινε με το Συμβούλιο των εννέα υπουργών Γεωργίας και Αλιείας των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου», όπου, μεταξύ άλλων ζητημάτων, έθεσε ζητήματα όπως η ανάγκη δημιουργίας μόνιμου μηχανισμού για τη στήριξη των πληγέντων και επισήμανε την ανάγκη αλλαγών στην ΚΑΠ, η οποία πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τονίζει παράλληλα ότι «είμαι ανοιχτός στον διάλογο, για κάθε θεσμικό ζήτημα που απασχολεί τους έλληνες παραγωγούς».
Από την πλευρά του, ο 55χρονος Ρίζος Μαρούδας, πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Νομού Λάρισας, πάντα στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων, δηλώνει ανυποχώρητος στον αγώνα έως ότου δοθούν οι απαντήσεις στις αγωνίες του αγροτικού κόσμου. Οπως αναφέρει, πρέπει να δοθεί απάντηση στα πάγια αιτήματά τους, διαφορετικά δεν υπάρχει προοπτική για την ελληνική αγροτική παραγωγή. Σε αυτά περιλαμβάνεται η αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής που προκάλεσαν οι μεγάλες ζημιές από καιρικά φαινόμενα και ασθένειες, η μείωση του κόστους παραγωγής, η αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ, ώστε να ασφαλίζει και να αποζημιώνει στο 100% την παραγωγή και το κεφάλαιο, κατώτατες εγγυημένες τιμές, που θα ανταποκρίνονται στο κόστος παραγωγής κ.λπ.