Πρόσφατη εµπειρία από ξενοδοχείο κάπου στη Γερµανία – για να µην γκρινιάζω µόνο για τα ελληνικά: «Φαίνεστε αρκετά νέος», είπε ο ρεσεψιονίστ κοιτάζοντάς µε από πάνω µέχρι κάτω, «οπότε δεν θα χρειαστείτε βοήθεια για να ανεβείτε ως το δωµάτιό σας, στον τρίτο όροφο». «Κανένα πρόβληµα», άκουσα τον εαυτό µου να λέει. Την ίδια στιγµή, µμετάνιωνα που δεν ήµουν πιο ετοιµόλογος και απαιτητικός ώστε να αντιδράσω, αφού είχα κλείσει ξενοδοχείο µε ασανσέρ. Φορτώθηκα τη βαλίτσα µου και ανέβηκα σε ένα σκονισµένο και πληκτικό δωµάτιο για το οποίο πλήρωνα 135 ευρώ την ηµέρα.
Μπήκα στην ιστοσελίδα µε την κράτησή µου από περιέργεια, για να επιβεβαιώσω αν πράγματι έλεγε πως δεν θα είχα ασανσέρ και πως εγώ, µε τη συνήθη βιασύνη µου, δεν το είχα προσέξει. Eγραφε καθαρά «το ξενοδοχείο διαθέτει ανελκυστήρα». Αποφάσισα να µη δώσω συνέχεια (αν και θα έπρεπε) και απλώς να κρατήσω το «φαίνεστε αρκετά νέος» ως κοµπλιµέντο.
Προσπάθησα να συνδεθώ στο Wi-Fi του ξενοδοχείου για να µη σπαταλώ τα δικά µου δεδομένα. Ήταν αδύνατον. Eπειτα από αγώνες δέκα και βάλε λεπτών, τα κατάφερα, αλλά…Oχι απλώς είχε πολύ ασθενές σήμα, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι µε πετούσε έξω και έπρεπε να συνδεθώ εκ νέου. Μην τα πολυλογώ, τις τέσσερις ημέρες που έμεινα εκεί δεν είχα Internet, και ας επέμενε το site από το οποίο είχα κάνει την κράτηση πως «το ξενοδοχείο διαθέτει εξαιρετική σύνδεση στο Διαδίκτυο».
Tρίτη δυσάρεστη έκπληξη ήταν η τουαλέτα, η πιο στενάχωρη τουαλέτα που έχω µπει στη ζωή µου: Τόσο στενάχωρη που όταν έπλενα τα δόντια µου οι αγκώνες µου έβρισκαν στους τοίχους! Το πώς καθόµουν στη λεκάνη προτιµώ να µην το περιγράψω.
Είχα κλείσει και πάρκινγκ προς 19 ευρώ την ηµέρα! Από τη ρεσεψιόν µε ενηµέρωσαν πως η δική µου θέση ήταν η νούµερο δέκα. Oταν επιχείρησα να παρκάρω, τη βρήκα κατειληµµένη. «Καταλαβαίνω, είναι εκνευριστικό, αλλά συµβαίνουν αυτά» σχολίασε απαθώς η ρεσεψιονίστ όταν παραπονέθηκα: «Μπορείτε να βάλετε το αυτοκίνητό σας σε κάποια διπλανή θέση». Βγήκα στη βροχή – έριχνε καρέκλες – και πήγα ως το πάρκινγκ, τρία οικοδοµικά τετράγωνα πιο κάτω, για να διαπιστώσω πως δεν υπήρχε κενή θέση. Επέστρεψα στη ρεσεψιόν. Η απαθής κυρία µε έστειλε σε άλλο πάρκινγκ, λίγο πιο µακριά.
Αργότερα, ανεβαίνοντας (από τις σκάλες) στο δωµάτιό µου παρατήρησα πως τα δωµάτια της απέναντι πτέρυγας είχαν ασανσέρ! Και πως οι καθαρίστριες µε είχαν ξεχάσει, και ας είχα κρεµάσει επιµελώς το «please make up my room» έξω από την πόρτα. Βρήκα το κρεβάτι µου άστρωτο, τα σκουπίδια µου µέσα στους κάδους, τις πετσέτες µου υγρές και τσαλακωµένες. Προσπάθησα να ανοίξω την τηλεόραση αλλά δεν λειτουργούσε. Ούτε το air-condition λειτουργούσε. Μου έφεραν έναν ανεμιστήρα που και «σερνόταν» και έκανε θόρυβο.
Με τα πολλά, κατάφερα να κοιµηθώ. Ονειρεύτηκα πως βρισκόµουν σε µια ελληνική παραλία, από εκείνες που µοιάζουν µε καρτ ποστάλ, τρώγοντας ένα τεράστιο χωνάκι παγωτό µε γεύση φιστίκι. Ξαφνικά τα παγωτό άρχισε να λιώνει σαν νερό και εγώ να ιδρώνω όλο και πιο έντονα και να δυσκολεύοµαι να αναπνεύσω. Ξύπνησα από τον εφιάλτη κάθιδρος, για να διαπιστώσω πως ο ανεµιστήρας του δωµατίου µου είχε σταµατήσει να λειτουργεί.