Η κατάρρευση της τράπεζας των startups, της Silicon Valley Bank (SVB) στην Καλιφόρνια στις 10/3, έσπειρε ανησυχία στις αγορές, η οποία μεταδόθηκε στην Credit Suisse και ανάγκασε την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας να προσφέρει, μεταξύ άλλων, ρευστότητα 50 δισ. CHF. Συγχρόνως, έσπειρε τον φόβο μόλυνσης προς άλλα τραπεζικά ιδρύματα με έκθεση στην Credit Suisse. Να ανησυχούμε για τις τράπεζες στην Ευρώπη και στην Ελλάδα;
Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των δύο τραπεζών είναι ότι στη διάρκεια του 2022 και οι δύο αντιμετώπιζαν λειτουργικά προβλήματα. Η τιμή της μετοχής τους είχε ήδη υποστεί τεράστια πτώση, πολύ πριν εμφανιστεί η κρίση των προηγούμενων ημερών. Η Credit Suisse πιεζόταν από τα απόνερα σκανδάλων (Archegos, Greensill), έχανε καταθέσεις και πελάτες, είχε για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα αρνητική κερδοφορία, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε επανειλημμένως αλλάξει διοίκηση. Η SVB είχε αυξήσει απότομα τον ισολογισμό της και το 2022 έχανε διαρκώς καταθέσεις εξαιτίας της κρίσης των τεχνολογικών εταιρειών.
Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι τα προβλήματά τους εντάθηκαν από τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες ξεκίνησαν περιοριστική νομισματική πολιτική με αύξηση επιτοκίων. Για την SVB η αύξηση των επιτοκίων ήταν καταστροφική για δύο λόγους. Πρώτον, οι πελάτες της για να χρηματοδοτηθούν απέσυραν καταθέσεις αφού δεν έβρισκαν αλλού φτηνή χρηματοδότηση. Δεύτερον, η ίδια η τράπεζα σε εποχή που τα επιτόκια ήταν σχεδόν στο μηδέν, είχε επενδύσει τεράστια ποσά (τον μισό ισολογισμό της!) σε μακροπρόθεσμα ομόλογα σταθερού επιτοκίου. Η αξία αυτών των ομολόγων μειώθηκε δραματικά και η μείωση ήταν μερικώς συγκαλυμμένη εξαιτίας χαλαρών λογιστικών κανόνων. Οταν η τράπεζα αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει ομόλογα ονομαστικής αξίας $21 δισ, φάνηκε η απώλεια ύψους $1,8 δισ. Για την Credit Suisse, ανάμεσα στις πολλαπλές προκλήσεις αναδιάρθρωσης που αντιμετωπίζει, οι επενδύσεις σε ομόλογα πιθανόν να κρύβουν απώλειες.
Κατά τα άλλα οι δύο τράπεζες διαφέρουν σημαντικά. Η SVB ήταν μια εξειδικευμένη τράπεζα στον χώρο των startups, με μεγάλο κίνδυνο συγκέντρωσης και με χαλαρή εποπτεία λόγω μεγέθους ενεργητικού κάτω των $250 δισ. Οι πελάτες της τόσο στα δάνεια όσο και στις καταθέσεις ήταν ίδιοι. Τα ποσά των καταθέσεων της κάθε εταιρείας ήταν μεγάλα, και συνεπώς μη ασφαλισμένα, ενώ οι καταθέτες ήταν έξυπνοι και δραστήριοι στον ψηφιακό χώρο, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Ετσι, με τα πρώτα αρνητικά νέα της αποτυχίας αύξησης κεφαλαίου, της υποβάθμισης από τη Moody’s, μαζί με τη χρεοκοπία της Silvergate Capital, που συνέβη την ίδια περίοδο, ο πανικός φούντωσε και γρήγορα αποσύρθηκαν $42 δισ. μέσα σε μία μέρα.
Η Credit Suisse, απεναντίας, είναι μια συστημική τράπεζα, με διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο πελατών, με επαρκή κεφάλαια και αυστηρή εποπτεία, που υποβάλλεται σε stress tests κατ’ εξακολούθηση. Ερωτηματικά εμφανίστηκαν όταν πρώτα οι αμερικανοί επόπτες ανέγειραν ζήτημα «αδυναμίας» στις λογιστικές καταστάσεις και στη συνέχεια όταν ο μεγαλομέτοχός της, η Saudi National Bank, ξεκαθάρισε με έμφαση ότι δεν θα συνεισφέρει επιπλέον κεφάλαια.
Στην Ευρώπη υπάρχει διαρκής αυστηρή εποπτεία των τραπεζών, που δεν επηρεάζεται από τις πολιτικές εξελίξεις, όπως συνέβη στις ΗΠΑ. Υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στους ισολογισμούς και των τραπεζών μεσαίου μεγέθους. Η σημερινή κρίση μας οδηγεί σε εγρήγορση αλλά όχι σε ανησυχία.
Ο καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης είναι πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας.