Χρειαζόμαστε ένα «ψηφιακό Σύνταγμα»;

Δοκιμάζει πράγματι αυτή η εκρηκτική τεχνολογική εξέλιξη τα όρια της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματός μας;

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, εντάσσοντας στο Σύνταγμα ρυθμίσεις, όπως η ρητή κατοχύρωση της προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α) και του δικαιώματος στην πληροφόρηση (άρθρο 5 Α), κωδικοποιούσε και ενίσχυε ορισμένα  δικαιώματα αλλά ταυτόχρονα συγκροτούσε την απαρχή μιας νέας «πληροφοριακής συνταγματικής  τάξης». Με την εισαγωγή του δικαιώματος του καθενός να συμμετέχει στην Κοινωνία της Πληροφορίας και της θετικής υποχρέωσης του κράτους να διευκολύνει τη ροή της πληροφορίας, ο αναθεωρητικός νομοθέτης δημιουργούσε μια βάση υποδοχής και ρύθμισης της «Κοινωνίας της Πληροφορίας», καθώς  οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών επιδρούσαν ήδη καθοριστικά στην κοινωνία, την οικονομία και το κράτος.

Αν και ορισμένοι χαρακτήρισαν τις καινοτομίες αυτές «περιττή συνταγματική ρητορική», αυτές συνιστούσαν και κατέγραφαν την «αντίδραση» του νομοθέτη στο τεχνο-κοινωνικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον ραγδαία μεταβαλλόμενο και ρευστό. Ηδη τότε η εποχή της πληροφορίας επέβαλε έναν «νέο διακανονισμό» κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Σήμερα, είκοσι τρία χρόνια  και ένα κύμα τεχνολογίας μετά, η υποχρέωση του κράτους να εγγυάται την ελευθερία, τα δικαιώματα και την ισότιμη συμμετοχή σε μια κοινωνία που μετεξελίσσεται σε Κοινωνία της Τεχνητής Νοημοσύνης καταγράφεται ακόμη πιο αναγκαία.

Δοκιμάζει πράγματι αυτή η εκρηκτική τεχνολογική εξέλιξη τα όρια της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματός μας;

Απαιτείται μια αναδιατύπωση ή/και αναπλαισίωση των ρυθμίσεων για δικαιώματα, θεσμούς και τις λειτουργίες της Πολιτείας, ώστε να αποτυπωθεί στο συνταγματικό κείμενο η μετάβαση στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση; Ή κάτι περισσότερο και διαφορετικό;

Η τεχνολογία δεν επικαθορίζει μονοσήμαντα την εξέλιξη της κοινωνίας, των πολιτευμάτων, των θεσμών και δικαιωμάτων. Οι ανάγκες, οι αντιλήψεις και οι προσδοκίες μας (συν)διαμορφώνουν και καθορίζουν την τεχνολογία. Συγχρόνως η ψηφιακή τεχνολογία και οι παράγοντες που την ελέγχουν διαμορφώνουν και οριοθετούν τις αντιλήψεις μας, τις κοινωνικές σχέσεις, τον τρόπο που ασκούμε δικαιώματα και ταυτόχρονα αναδεικνύουν νέες ιδιωτικές εξουσίες, όπως αυτές των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών και δικτύων, που δυσχερώς εμπίπτουν στα όρια της (ψηφιακής και όχι μόνο) κυριαρχίας του νομοθέτη και του κράτους.

Η κατάφαση της ανάγκης για τη μετεξέλιξη προς ένα νέο «ψηφιακό Σύνταγμα» προϋποθέτει κατ’ αρχάς τη βαθιά κατανόηση  του «ρυθμιστέου πεδίου», δηλαδή της φύσης, των χαρακτηριστικών, των δυνατοτήτων και ευπαθειών των νέων τεχνολογιών αλλά και των τρόπων που αυτές επηρεάζουν τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις, εντείνοντας απειλές, επιτείνοντας ανισότητες και διογκώνοντας την ασυμμετρία (πληροφοριακής) ισχύος μεταξύ προσώπων, κοινωνικών ομάδων ή και κρατών. Η συνταγματική «απάντηση» στις απαιτήσεις μιας ψηφιακής κοινωνίας της διακινδύνευσης δεν μπορεί να αναζητηθεί χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι – όπως και οι κίνδυνοι έτσι και – οι ρυθμίσεις φαίνεται να υπερβαίνουν τα όρια και τις δυνατότητες του εθνικού νομοθέτη. Με ένα πυκνό, αν και όχι πάντα συνεκτικό, πλέγμα κανόνων για τη ρύθμιση των πληροφοριακών ροών, των ψηφιακών αγορών και υπηρεσιών η Ευρωπαϊκή Ενωση επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να οργανώσει τη μέγιστη αξιοποίηση του αγαθού «πληροφορία» αλλά και να αντιμετωπίσει το παγκόσμιο ιδιωτικό ψηφιακό οικοσύστημα και τις επιπτώσεις του – ακόμη και στη δημοκρατία.

Σήμερα η συζήτηση για έναν νέο, «ψηφιακό συνταγματισμό», προκειμένου να «μεταφραστούν» σε «ψηφιακό Σύνταγμα» οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και ελευθερίες υπό το πρίσμα των μεταβαλλόμενων τεχνολογικών (και όχι μόνο!) συνθηκών είναι περισσότερο από επιβεβλημένη.

Η κυρία Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.