H έννοια της ανεξάρτητης αρχής έχει εισαχθεί στο Σύνταγμα στην αναθεώρηση του 2001, κατά την οποία επιβλήθηκε η λειτουργία ανεξάρτητων αρχών σε πέντε τομείς της δημόσιας δράσης, στους οποίους θεωρήθηκε ότι η άσκηση διοικητικών λειτουργιών έπρεπε να ανατεθεί σε φορείς μη υπαγόμενους στις κλασικές δομές εκτελεστικής εξουσίας.

Κατά το Σύνταγμα κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, της ΑΠΔΠΧ, του ΑΣΕΠ, του ΕΣΡ και του Συνηγόρου του Πολίτη. Συγχρόνως, προστέθηκε το άρθρο 101Α, σύμφωνα με το οποίο η επιλογή των μελών  προβλεπόμενων από το Σύνταγμα ανεξάρτητων αρχών διενεργείται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής «και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της».

Αυτές οι ρυθμίσεις αποτελούν μία από τις θετικές στιγμές της ελληνικής  συνταγματικής ιστορίας.

Τα πολιτικά κόμματα δεν ανταποκρίθηκαν στην παρότρυνση του συνταγματικού νομοθέτη να διαμορφώνεται ευρύτερη συναίνεση στην επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Ετσι, στην αναθεώρηση του 2019 η απαιτούμενη πλειοψηφία μειώθηκε σε τρία πέμπτα και καταργήθηκε η πρόβλεψη για προσπάθεια επιδίωξης ομοφωνίας. Η τελευταία αυτή αλλαγή έχει συμβολισμό που υποδηλώνει αποδοχή ότι η επιλογή στηρίζεται αποκλειστικά σε αριθμητικά δεδομένα και σε κατάλληλους κατά περίπτωση κομματικούς συσχετισμούς. Και επειδή ο αναθεωρητικός νομοθέτης διέβλεψε τις δυσχέρειες σχηματισμού ακόμη και της μειωμένης αυτής πλειοψηφίας, όρισε ότι η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον ορισμό νέων.

Ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης ερωτάται αν συντρέχει λόγος τροποποίησης των σχετικών διατάξεων.

Βεβαίως δεν τίθεται ζήτημα άρσης της κατοχύρωσης των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα πέντε ανεξάρτητων αρχών, οι οποίες έχουν καθιερωθεί στο νομικό μας σύστημα ως αναγκαίες για την προστασία ατομικών δικαιωμάτων και την ποιότητα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Ερώτημα θα μπορούσε να υπάρχει για την ανάγκη τυχόν συνταγματικής αναγνώρισης και άλλων ανεξάρτητων αρχών.

Η ανεξαρτησία των κυριότερων από τις πολλές διοικητικές μονάδες που από τη νομοθεσία χαρακτηρίζονται ως «ανεξάρτητες αρχές» είναι κατοχυρωμένη από το ενωσιακό δίκαιο. Επομένως, η αναγνώρισή τους από το Σύνταγμα στο υφιστάμενο νομικό περιβάλλον πολυεπίπεδου συνταγματισμού δεν θα είχε πρακτική αξία ως προς τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και θα μετέφερε στο Σύνταγμα χωρίς ουσιαστικό λόγο τον πληθωρισμό ανεξάρτητων αρχών που παρατηρείται στην κοινή νομοθεσία. Η μόνη συνέπεια θα ήταν να υπαχθεί η επιλογή των μελών τους στις προβλέψεις του άρθρου 101Α, διότι προφανώς δεν νοείται διαφοροποίηση ως προς το θέμα αυτό μεταξύ συνταγματικώς κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών.

Προβληματισμός θα μπορούσε να υπάρχει ως προς το ήδη αναθεωρημένο το 2019 άρθρο 101Α του Συντάγματος, με αφορμή και το γεγονός ότι η σχετικά πρόσφατη εφαρμογή του για την επιλογή μελών δύο ανεξάρτητων αρχών, έχει εγείρει όχι μόνο ουσιαστικές αλλά και έντονες νομικές αμφισβητήσεις. Αν και θεωρώ ορθή την αρχική μορφή του άρθρου αυτού, έχοντας επίγνωση της αποδεδειγμένης αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να την εφαρμόσει δεν βλέπω λόγο νέας αναθεώρησης προκειμένου να αποκατασταθεί η αρχική ρύθμιση. Και θα ήταν, νομίζω, άγονος πειραματισμός η αναζήτηση άλλου οργάνου, στο οποίο θα ανατεθεί η αρμοδιότητα επιλογής. Πάντως, το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμιστούν με τον Κανονισμό της Βουλής θέματα σχετικά με τη διαδικασία της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών και της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, στο πλαίσιο προφανώς των επιταγών που επιβάλλονται από την ίδια τη  συνταγματική διάταξη.

Παραμένει, όμως, ως πρωταρχικό ζητούμενο η εξασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικής λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών με βελτίωση της κοινής νομοθεσίας και ενίσχυση του ενδιαφέροντος της εκτελεστικής εξουσίας.

Ο κ. Κωνσταντίνος Μενουδάκος είναι επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.