«Τη σκοτώνει, τη σκοτώνει. Τη σκότωσε». Ο ανατριχιαστικός ήχος των ουρλιαχτών. «Ασθενοφόρο γρήγορα!» Και μετά σιωπή. Μία δολοφονία σε ζωντανή σύνδεση που θα μεταδοθεί ξανά και ξανά. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις αυτό που δεν χωράει στο μυαλό. Ενα κορίτσι 28 ετών δολοφονείται από τον πρώην φίλο της έξω από το τμήμα, ενώ συνομιλεί με την αστυνομία.
Η Πολιτεία συνειδητοποιεί τις θανάσιμες συνέπειες της γραφειοκρατικής αδράνειας, καταστρώνει νέα σχέδια δράσης, επικαιροποιεί πρωτόκολλα, συνήθεις πολιτικοί τυμβωρύχοι προσθέτουν όπλα στην αντιπολιτευτική φαρέτρα, τρολ ερίζουν για τις πολιτικές καταβολές του δολοφόνου αναλύοντας σύμβολα στα τατουάζ του. Κάποιοι πολιτικοί βρίσκουν ευκαιρία να επαναλάβουν δικά τους αφηγήματα: «Οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες, να κατοχυρωθεί νομικά ο όρος γυναικοκτονία».
Λες και ο δολοφόνος θα ολιγωρούσε εάν είχε υπάρξει η νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία, λες και η ανθρωποκτονία προκαλεί μικρότερης έντασης ηθική απαξία ή ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση. Λες και η γυναίκα θα πρέπει να αποτελεί μία ξεχωριστή κατηγορία του ανθρώπινου είδους για το ποινικό μας δίκαιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς προβλέπει ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία. Ανούσιος αποπροσανατολισμός, εκνευριστικός θόρυβος που σκεπάζει τα σπαραχτικά ουρλιαχτά της Κυριακής. Κατεβάζεις την ένταση των αναλύσεων στην τηλεόραση. Rewind.
Ακούς ξανά τις τελευταίες της λέξεις. «Χάνομαι… Είναι εδώ!». Ουρλιαχτά. Δημιουργείς ανατριχιαστικές εικόνες στο μυαλό. Νιώθεις τον τρόμο. Ενστικτωδώς μπαίνεις στη θέση της. Του φίλου που είδε να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του. Των γονιών της που μεγάλωσαν ένα κορίτσι και το κήδεψαν στα 28 της χρόνια επειδή κάποιος που το θεωρούσε κτήμα του το μαχαίρωσε στη μέση του δρόμου. Οχι στη μέση του δρόμου. Δίπλα στο τμήμα! Πλάι σε αστυνομικούς. Που αντιμετωπίζουν το έγκλημα με δημοσιοϋπαλληλική αδιαφορία και σημειώνουν σαν παραγγελία σε delivery την επικείμενη επίθεση σε μια γυναίκα. Εκείνους στους οποίους κάποιοι πετούν μολότοφ, τους αποκαλούν «μπάτσους», τους καταγγέλλουν για υπερβολική χρήση αστυνομικής βίας.
Ολοι γνωρίζουμε τι θα γινόταν εάν ο αστυνομικός είχε πυροβολήσει τον δράστη προτού προλάβει να δολοφονήσει το κορίτσι. Αυτός που σίγουρα το γνωρίζει καλά είναι ο αστυνομικός που καταδικάστηκε πριν από λίγες εβδομάδες σε επτάμισι χρόνια κάθειρξη διότι το 2019 σκότωσε έναν 36χρονο που επιχειρούσε να απαγάγει ηλικιωμένη γειτόνισσά του. Το γνωρίζουν και εκείνοι που κατά τη διάρκεια καταδίωξης αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο και πριν τη Δικαιοσύνη καταδικάστηκαν από τους εισαγγελείς του πληκτρολογίου και από εμάς τους δημοσιογράφους που με επικίνδυνη ελαφρότητα και παντελή άγνοια των συνθηκών βγάζουμε πορίσματα για την προσήκουσα κάθε φορά ένταση της αστυνομικής βίας ή κάνουμε επιπόλαιες αναλύσεις για τους κανόνες εμπλοκής.
Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση, που προεκλογικά είχε κάνει την ασφάλεια σημαία, ως αντίληψη αλλά και στην πράξη, δεν έχει καταφέρει 5 χρόνια μετά να εκπληρώσει ούτε στο ελάχιστο τη δέσμευση. Η αίσθηση ανομίας είναι διάχυτη, μαζί με μία εμπεδωμένη αντίληψη ατιμωρησίας. Δράστες μικρότερων ή μεγαλύτερων εγκλημάτων συλλαμβάνονται και είτε δεν μπαίνουν καν φυλακή είτε αφήνονται ελεύθεροι από τη Δικαιοσύνη για να επαναλάβουν τα εγκλήματά τους. Και ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει να δώσουμε οριστική απάντηση: Τι αστυνομία θέλουμε;
Αντ’ αυτού κάνουμε διάφορους καβγάδες για τα προσωπικά δεδομένα, που τάχα θίγονται από τη χρήση καμερών στους δρόμους ή για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Που ίσως θα είχε οδηγήσει εκτός σώματος ακατάλληλους και επικίνδυνους δημόσιους λειτουργούς. Και οι οποίοι, όπως δυστυχώς φάνηκε το τελευταίο διάστημα, μπορεί να προκαλέσουν ανείπωτες τραγωδίες.