Η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης για την επέκταση των επιλεκτικών συνοριακών ελέγχων στα χερσαία σύνορα της Γερμανίας είναι ιστορικής σημασίας, στον βαθμό που σηματοδοτεί την πλήρη εγκατάλειψη της πολιτικής της Ανγκελα Μέρκελ και των «ανοιχτών συνόρων» του 2015. Εννέα χρόνια αργότερα, μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, που ασθμαίνοντας προσπαθεί να ολοκληρώσει τη θητεία της μέσα από διαδοχικές ήττες σε τοπικές εκλογές, επιβάλλει συνοριακούς ελέγχους, και μάλιστα μόλις πέντε μήνες μετά την επικύρωση του νέου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η υπερψήφιση του οποίου προβλήθηκε ως ένα κρίσιμο βήμα για τη διάσωση της ζώνης Σένγκεν.
Η γεωγραφική θέση της Γερμανίας στο κέντρο της ΕΕ, το μεγάλο μέγεθός της, αλλά και η παραδοσιακή εμπιστοσύνη των γερμανικών ελίτ στις ευρωπαϊκές λύσεις καθιστούν τη συγκεκριμένη απόφαση ένα ισχυρό πλήγμα για το Σένγκεν και μια μεγάλη ανατροπή για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι η επελαύνουσα κεντροδεξιά αντιπολίτευση ζητά ακόμη πιο αυστηρούς ελέγχους, καταλαβαίνει κανείς ότι ο κατακερματισμός του Σένγκεν αποτελεί ένα ισχυρό ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια μεγάλη ευρωπαϊκή αποτυχία αφού, αντί για ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας, έχουμε την αυτονόμηση των εθνικών πολιτικών και τη διολίσθησή τους σε μονομερείς ενέργειες, σε βάρος τόσο των γειτόνων όσο και των υπόλοιπων εταίρων. Ο κίνδυνος για την Ελλάδα, πέρα από τον αρνητικό αντίκτυπο στις ευαίσθητες ελληνογερμανικές σχέσεις, είναι να αυξηθεί η πίεση στο εσωτερικό από μετανάστες και πρόσφυγες.
Εν τέλει, η όλη συζήτηση για τις δευτερογενείς μεταναστευτικές ροές είναι αποπροσανατολιστική, καθώς η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος είναι οι πρωτογενείς ροές, από την Τουρκία στην Ελλάδα, οι οποίες συχνά γίνονται δευτερογενείς, από την Ελλάδα προς τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αρα, το κρίσιμο ζητούμενο πρέπει να είναι η επανενεργοποίηση της κοινής δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας του 2016, που προέβλεπε την επιστροφή των αιτούντων άσυλο, από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στην Τουρκία, και την οποία η Αγκυρα έχει παγώσει εδώ και πέντε χρόνια. Αυτό θα ήταν και το πιο αξιόπιστο αποτρεπτικό μέτρο σε βάρος της λαθροδιακίνησης στο Αιγαίο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια νέα ευρωτουρκική σχέση και μια στρατηγική «καρότου – μαστιγίου» προς την Αγκυρα, ώστε να πειστεί ότι και δικό της συμφέρον είναι να σεβαστεί τα συμφωνηθέντα. Η ίδια η Τουρκία ισχυρίζεται ότι φιλοξενεί εκατομμύρια ξένους. Ταυτόχρονα, η πραγματικότητα είναι ότι όσο υπάρχει ροή προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, τόσο θα ελκύει ξένους απ’ όλον τον πλανήτη.
Το Μεταναστευτικό αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, ότι μπορεί να διχάσει την Ευρώπη και να ανατινάξει το πολιτικό της σύστημα και την ευρωπαϊκή ιδέα. Η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να γίνεται χωρίς να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι εύλογες ανησυχίες των ίδιων των ευρωπαίων πολιτών. Ομως, ταυτόχρονα, ο καταγγελτικός και απλουστευτικός λόγος, με τους λαϊκίστικους αφορισμούς, δεν βοηθά. Η Ευρώπη οφείλει να προστατεύει τα σύνορά της, σεβόμενη τις αρχές της αλλά και τον διεθνή νόμο, να προσφέρει προστασία στους πραγματικούς πρόσφυγες, να επιστρέφει στις χώρες προέλευσής τους όσους επιχειρούν να την καταχραστούν και να λαμβάνει όλα τα μέτρα για την καταπολέμηση της παράνομης και εγκληματικής διακίνησης.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη έχει ανάγκη μιας νόμιμης, ασφαλούς, λελογισμένης και επιλεκτικής μετανάστευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας της και τις προτεραιότητες των κοινωνιών της. Προϋπόθεση για μια τέτοια ρεαλιστική προσέγγιση που θα φέρνει αποτελέσματα, μακριά από τις κραυγές της μιας πλευράς και τις αφέλειες της άλλης, είναι η συνειδητοποίηση από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες ότι το πρόβλημα είναι κοινό και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι βουλευτής της ΝΔ, πρώην υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου.