Η επιτυχία τού «Υπάρχω», του φιλμ για τον Στέλιο Καζαντζίδη, υπήρξε τελικά τόσο μεγάλη που τελευταία ακούω πολλά σχέδια για ταινίες ανάλογες, δηλαδή βιογραφίες μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού. Ακούω π.χ. πως υπάρχουν σκέψεις για μια ταινία για τον Μίκη Θεοδωράκη και για μια ταινία για τον Τόλη Βοσκόπουλο, ενώ στο αθηναϊκό θέατρο Παλλάς ανεβαίνει αυτό το διάστημα η ζωή του Στράτου Διονυσίου με συμμετοχή των γιων του, που είναι όλοι τραγουδιστές.

Πρέπει να πω ότι οι θεατρικές βιογραφίες μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού υπήρξαν μόδα πριν από μερικά χρόνια. Η ζωή του Θεοδωράκη είχε ανεβεί στο πάλαι ποτέ Θέατρο Μπάντμιντον με πρωταγωνιστή τον Αρη Λεμπεσόπουλο. Στο ίδιο θέατρο είχαμε δει και το «Αναζητώντας τον Αττίκ», με έναν εξαιρετικό Ακη Σακελαρίου.

Στο Παλλάς θυμάμαι μια παράσταση με θέμα τη ζωή της Μαρινέλλας σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με πρωταγωνίστρια την ίδια. Και υπήρξε και μια παράσταση αφιερωμένη στον Γιώργο Ζαμπέτα, με πρωταγωνίστρια όμως τη γυναίκα του (την υποδύθηκε η Βίκυ Σταυροπούλου) – άγνωστο γιατί, διότι η ζωή του Ζαμπέτα είναι καταπληκτική και όχι τυχαία έχουν υπάρξει στα βιβλιοπωλεία τέσσερις χορταστικές βιογραφίες του.

Τον ίδιο καιρό η Νένα Μεντή γέμιζε θέατρα ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, σε έναν μονόλογο πολύ ανώτερο της γνωστής ομώνυμης ταινίας του 2019 που έκοψε του κόσμου τα εισιτήρια, ενώ και ένας μονόλογος με θέμα τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου υπήρξε εξαιρετικός. Η μόδα των βιογραφιών προσωπικοτήτων του ελληνικού τραγουδιού στο σινεμά άρχισε μετά το «Ουζερί Τσιτσάνης» του 2015. Ηταν η πρώτη ταινία (που δεν ήταν βιογραφία του Τσιτσάνη, αλλά στηριζόταν στα τραγούδια του «ασπροντυμένου μπουζουξή») προτού η «Ευτυχία» και το «Υπάρχω» σπάσουν ταμεία.

Είναι ελληνική αυτή η μόδα; Οχι φυσικά, και θα έλεγα πως στην Ελλάδα αργήσαμε κιόλας να ανακαλύψουμε τη φάμπρικα αυτής της επιτυχίας. Οι Γάλλοι έχουν κάνει ταινία τη ζωή της Εντίτ Πιαφ – περισσότερες από μία φορές. To ίδιο έχουν πράξει και οι Ιταλοί με την περίπτωση της Τζιάνα Νανίνι, ενώ θυμάμαι και ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τον Παβαρότι – μυθοπλαστικό σχεδόν.

Οι Αγγλοι έχουν ταινίες με αναφορές στους «Beatles» – και τώρα ο Σαμ Μέντες ετοιμάζει μία για τον καθέναν από τα θρυλικά «σκαθάρια». Οι Αμερικανοί είναι φυσικά αυτοί που κάνουν δύο τέτοιες ταινίες τον χρόνο – ας είναι καλά η μυθολογία της ροκ, της τζαζ αλλά και της φολκ μουσικής. Εχουμε δει τα τελευταία χρόνια πλούσιες παραγωγές για τον Ελβις, τη Γουίτνεϊ Χιούστον, τον Τζόνι Κας, τον Ρέι Τσαρλς, τους Doors, τον Τσετ Μπέικερ, τον Μπομπ Ντίλαν (η εφετινή ταινία για τον τελευταίο έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Οσκαρ).

Αγάπησε ο κινηματογράφος τους μουσικούς, τους τραγουδιστές και τις ιστορίες τους; Δεν το ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι το σινεμά έχει ανάγκη από εισιτήρια και για να υπάρχουν εισιτήρια πρέπει να υπάρχουν ταινίες που να ελπίζεις πως θα ενδιαφέρουν τον κόσμο. Οι βιογραφικές αυτές ταινίες για να έχουν την απαιτούμενη επιτυχία πρέπει να είναι λαϊκό σινεμά – αλλά λαϊκό σινεμά του καιρού μας, όχι του 1960. Χρειάζεται να έχουν μια καλή δόση μελό, που δυστυχώς συνήθως προκύπτει από την ίδια την αληθινή ιστορία του πρωταγωνιστή, η οποία αποτελεί και τη βάση του σεναρίου.

Χρειάζεται να έχουν τα τραγούδια που ο κόσμος έχει αγαπήσει και χρειάζεται να είναι ταινίες με απλή αφήγηση – οι σκηνοθετικές περικοκλάδες ενδιαφέρουν λιγότερο. Θυμάμαι μερικά χρόνια πριν που είχε βγει το «Bohemian Rhapsody» (2018), μια ταινία που αφηγείται την ιστορία του Φρέντι Μέρκιουρι και των Queen. Oι κριτικοί την «έθαψαν» και μας έκαναν γνωστό ότι προέκυψε εν μέσω καβγάδων σκηνοθετών και παραγωγών. Οσοι γράφουν δισκοκριτικές και ιστορίες καλλιτεχνών μάς επισήμαναν όλα τα σεναριακά της λάθη. Αλλά στα σινεμά η ταινία έσπασε ταμεία. Είχε αρκετά καλούς ηθοποιούς, που θυμίζουν τους πραγματικούς Queen, χωρίς να γίνονται καρικατούρες.

Πρόσφερε στον πρωταγωνιστή της ταινίας, Ράμι Μάλεκ, την ευκαιρία να δώσει ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ στον ρόλο του Μέρκιουρι. Κυρίως λειτούργησε γιατί έδωσε τη δυνατότητα στο μεγάλο κοινό να θυμηθεί γιατί του άρεσαν τα τραγούδια των Queen: ο κόσμος έμενε στην αίθουσα για να ακούσει ακόμα και τα τραγούδια που ακούγονταν ενώ έπεφταν οι τίτλοι τέλους με τα ονόματα των συντελεστών της ταινίας – χρόνια είχα να το δω. Οι θεατές είχαν περάσει ωραία παρακολουθώντας το πώς τα τραγούδια γράφτηκαν και το πώς έγιναν επιτυχίες από ένα παιδί που γεννήθηκε στη Ζανζιβάρη με το παράξενο όνομα Φαρούκ Μπουλσάρα.

Σίγουρα ο Φρέντι Μέρκιουρι ήταν κάτι άλλο, πιο πολύπλοκο. Αλλά μιλάμε για μια ταινία, όχι για βιογραφία. Ούτε για μεταθανάτια δίκη του που απαιτούσε από εμάς κάποιου είδους ετυμηγορία. Κάτι ανάλογο έγινε και με το δικό μας «Υπάρχω». Είδαμε σε αυτό έναν Στέλιο Καζαντζίδη μάλλον καλύτερο από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα.

Οσοι είναι σήμερα 40, 50 και 60 χρόνων τον θυμούνταν να κάνει θλιβερές κατά βάση τηλεοπτικές εμφανίσεις και να τσακώνεται (μόνος του…) με τον Μάτσα, τον Νικολόπουλο και άλλους. Ο Καζαντζίδης τού «Υπάρχω» τούς θύμισε το λαϊκό ίνδαλμα που αγαπούσε ο πατέρας τους. Η ταινία προκάλεσε μια παράξενη νοσταλγία, παράξενη γιατί οι πιο πολλοί που την είδαν δεν έζησαν από πρώτο χέρι την αληθινή επιτυχία του Καζαντζίδη, την οποία η ταινία περιγράφει. Αρκούσε, ωστόσο, πως κάτι είχε πάρει τ’ αφτί τους – σίγουρα είχαν ακούσει τα τραγούδια του.

Μπορεί το εγχείρημα να επαναληφθεί με κινηματογραφικούς ήρωες τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Τόλη Βοσκόπουλο; Φυσικά – αν υπάρχουν χρήματα, μπορεί να προκύψουν και ενδιαφέρουσες παραγωγές. Αλλά και με τους δύο (και άλλους πολλούς…) δεν ξέρω αν υπάρχει η σεναριακή δυνατότητα να κατασκευαστεί ένας μύθος, όπως στην περίπτωση του Καζαντζίδη, αλλά και των Queen, του Ελβις, της Πιαφ κ.τ.λ.

Για τον εθνικό μας Μίκη όλα είναι γνωστά: ο ίδιος ήταν ένα «περιβόλι», οι συνεντεύξεις του είναι αμέτρητες και οι διηγήσεις του υπήρξαν πάντα λεπτομερείς. Και ο Τόλης, μολονότι έχει υπάρξει ένας πραγματικός λαϊκός σταρ, είναι δύσκολο να αποδοθεί κινηματογραφικά: δεν αρκεί κάποιος να έχει υπάρξει δημοφιλής, πρέπει η δημοφιλία αυτή να έχει κατιτίς το μυστηριώδες που να απαιτεί εξήγηση. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε αναμφίβολα δημοφιλής. Ωστόσο η προσπάθεια που έγινε για να δούμε σε σίριαλ την πολυτάραχη ζωή της υπήρξε μάλλον αποτυχημένη.

Ο μύθος από μόνος δεν αρκεί: χρειάζεται εντός του να μπορείς να ταξιδέψεις και όχι να παρακολουθείς ιστορίες εξ αποστάσεως. Αν δεν υπάρχει ταξίδι, υπάρχει απλώς ένα «τρεις λαλούν…» κ.τ.λ., κ.τ.λ.