Ηπροαναγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος τον ερχόμενο χρόνο – με τη συμπλήρωση πέντε ετών από την προηγούμενη – κινείται προς το παρόν σε τροχιά αβεβαιότητας, τόσο ως προς το τι θα αναθεωρηθεί όσο και ως προς το πώς. Και είναι λογικό, αφού αγνοούμε τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Συνταγματολόγοι, όμως, και συνταγματολογούντες, παρακινούμενοι από την αδηφάγο επικαιρότητα, σπεύδουν, προτρέχοντας, έμπλεοι ιδεών και προτάσεων, να προκαταλάβουν την αναθεωρητική εξουσία της Βουλής, διατυπώνοντας σκέψεις σχετικά με την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο αναθεωρητέων διατάξεων. Αυτό κάνουμε και εμείς.
Μεταξύ των πρώτων υπό αναθεώρηση διατάξεων υποθέτουμε πως θα είναι και η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5Σ που προβλέπει τον διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων. Η διάταξη έχει επικριθεί σφόδρα και έχει συζητηθεί τα μέγιστα από τη θεωρία, τους δικηγορικούς συλλόγους και το δικαστικό σώμα. Μια από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις στο θέμα μας, που θα παραθέσουμε στη συνέχεια, ήταν μια κοινή απόφαση των Νομικών Σχολών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Εταιρείας Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη δημοκρατία και τις ελευθερίες, με θέμα του συνεδρίου η «Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».
Η επίμαχη διάταξη είχε πάντως κριθεί, και δικαίως, ότι δεν συμβιβαζόταν με τη συνταγματική αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αφού η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία δύσκολα μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να μην προτιμά, μεταξύ ισάξιων και ικανών υποψηφίων, αυτόν που θεωρούσε ότι πρόσκειται ιδεολογικά στην κυβέρνηση. Η ρύθμιση αποτελούσε μια έμπρακτη απόδειξη κυβερνητικής ανάμειξης στα έργα της Δικαιοσύνης, που έβλαπτε το κύρος της, ακόμη και όταν οι επιλεγέντες ασκούσαν με αμεροληψία και συναίσθηση της ευθύνης το λειτούργημά τους.
Παρ’ όλα αυτά, η διάταξη έμεινε αλώβητη και γλίτωσε από όλες τις αναθεωρήσεις που συντελέστηκαν. Αξιοπερίεργο μεν, αλλά όχι ανεξήγητο. Εξόχως μάλιστα διδακτικό, διότι η μη αναθεώρησή της και ό,τι επακολούθησε στη συνέχεια με τις υποδείξεις διεθνών οργανισμών και την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας αποτελούν, παραδόξως, όπως θα δούμε, θετικό, ιστορικό προηγούμενο. Διότι μας δείχνει τη ματαιότητα των αναθεωρήσεων σε ορισμένες περιπτώσεις και τη χρησιμότητα της ένταξης της Ελλάδας σε διεθνούς οργανισμούς που φροντίζουν μεταξύ των άλλων για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και το κράτος δικαίου.
Σχετικά με τη διάταξη που μας απασχολεί, χρειάστηκε να παρέμβουν διεθνείς οργανισμοί, όπως η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς το Συμβούλιο της Ευρώπης με εκθέσεις τους και συστάσεις για το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ώστε να αναγκαστεί η ελληνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί προς αυτές, ειδικά για τον διορισμό της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Στις συστάσεις αναφερόταν, ρητά και επίμονα, ότι η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να προβλέψει τρόπους συμμετοχής του δικαστικού σώματος στην επιλογή της ηγεσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Αποτέλεσμα των συστάσεων ήταν ότι προστέθηκε στον Κώδικα Οργαν. των Δικαστηρίων διάταξη με τον νόμο 5118/2024, ΦΕΚ. 1-8-2024, που προβλέπει υποχρεωτικά την προηγούμενη γνωμοδότηση της Ολομέλειας των ανώτατων δικαστηρίων για την επιλογή της ηγεσίας τους από την κυβέρνηση. Η συμμόρφωση προς τις υποδείξεις έγινε με έναν εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, τόσο απλά.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι ακόμη και οι επιστημονικές εταιρείες που προαναφέραμε όριζαν στην κοινή απόφαση που είχαν εκδώσει ότι ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των δικαστικών λειτουργών από την κυβέρνηση θα έπρεπε να τροποποιηθεί με κοινό νόμο στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης που παρέχει το άρθρο 90 παρ. 5Σ. Πρότειναν μάλιστα ότι θα πρέπει να συσταθεί ένα ανεξάρτητο συμβουλευτικό σώμα που θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων, αλλά και από καθηγητές πανεπιστημίου, δικηγόρους, ακαδημαϊκούς κ.ά., το οποίο θα καταθέτει, με πλήρη αιτιολογία, μια μικρή λίστα υποψηφίων προς την κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων η κυβέρνηση θα επέλεγε.
Το συμπέρασμα από τα προηγούμενα είναι ότι είτε μετά από γνωμοδότηση των Ολομελειών, όπως προβλέπει ο ισχύων νόμος, είτε με τη σύσταση ανεξάρτητου συμβουλευτικού σώματος με την πλειοψηφία δικαστών, η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5Σ καθίσταται, πλέον, περιττή έως ανώφελη. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν χρειάζεται την αναθεώρηση του Συντάγματος, ούτε εξαρτάται από αυτή.
Εξαρτάται από τη βούληση και την αποφασιστικότητα της πολιτικής εξουσίας, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, από τη συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης τους απέναντι στον τόπο, καθώς – και κυρίως – από την αποφασιστικότητά τους να αίρονται, μερικές φορές, τουλάχιστον, υπεράνω των κομματικών και ψηφοθηρικών συμφερόντων τους. Και να πάψουν να μεταθέτουν τις ευθύνες τους στις πλάτες της εκάστοτε αναθεώρησης.
Εξαρτάται όμως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και από τον έτερο πολιτειακό παράγοντα, από το σώμα των δικαστικών. Οφείλουν να επιτελούν και αυτοί το καθήκον της συμμετοχής τους στην επιλογή της δικαστικής ηγεσίας με πλήρη συναίσθηση του δικαστικού λειτουργήματός τους, επιλέγοντας τους πλέον άξιους, χωρίς συντεχνιακές ή ιδεολογικές προκαταλήψεις και προσωπικές πικρίες.
Πολιτικό σύστημα, Διοίκηση και Δικαιοσύνη χρειάζονται – το ξέρουμε, το καταλάβαμε – αλλαγή και διαρκείς μεταρρυθμίσεις. Χωρίς όμως παράλληλη και ταυτόχρονη αλλαγή νοοτροπίας, πρακτικών και κουλτούρας, όλα πάνε χαμένα: «άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων».
Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.