Κάθε καλοκαίρι, με αφορμή επετείους ή όχι, γίνονται αρκετές αφιερωματικές συναυλίες. Φέτος έγιναν για τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, για το «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου και του Γκάτσου – με τον ίδιο τον συνθέτη να συγκλονίζει στο Ηρώδειο – και ίσως και κάποιες άλλες που μου διαφεύγουν. Παρακολουθώντας εδώ και πολλά χρόνια τις περισσότερες από αυτές, βλέπω μια σταθερή διαφοροποίηση στις ηλικίες. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια δύσκολα έβλεπες κάποιον κάτω από σαράντα και τώρα η πλειονότητα είναι κάτω από τριάντα, αρχίζει μάλιστα από τα δεκαπέντε. Δεν μπορώ να κάνω κάποια κοινωνιολογική ανάλυση, δεν είμαι επαρκής για κάτι τέτοιο, αλλά η ανάγκη καταγράφεται και δεν αμφισβητείται.

Μειονότητα βέβαια παραμένει η νεολαία στο κοινό αυτού του τραγουδιού, αλλά το θέμα δεν είναι οι απόλυτοι αριθμοί, η μουσική δεν είναι πρωταθλητισμός ούτε εκλογές, είναι βίωμα και κοινό συναίσθημα, δεν προσεγγίζεται με στατιστικές. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργεί πολλαπλασιαστικά και κάποιοι μικροί αριθμοί δίνουν υπέροχες μαζικές εκρήξεις αισθήματος. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε και τις πολύ μικρές ηλικίες που αγκαλιάζουν το παραδοσιακό μας τραγούδι, από τα εξειδικευμένα φεστιβάλ μέχρι την ενεργή συμμετοχή στα καλοκαιρινά πανηγύρια στα χωριά, διακρίνεις μια δίψα για το καθαρό, το ατόφιο.

Αρκετοί φίλοι υποστηρίζουν πως αυτό φούντωσε μετά την καραντίνα. Δεν εντοπίζω ακριβώς πώς συνδέονται αλλά δεν το αμφισβητώ κιόλας. Ετσι κι αλλιώς η καραντίνα, που θεωρούσαμε πως θα την ξεχάσουμε γρήγορα σαν ένα απλό γεγονός της ζωής μας, έχει γράψει μέσα μας και έχει αφήσει ουλές και κατάγματα που μόνο ύστερα από χρόνια θα αποτιμηθούν. Εδώ έχει αλλάξει τον τρόπο ερωτικής συμπεριφοράς, το τραγούδι θα τη γλίτωνε;

Εχω γράψει κι άλλη φορά πως τα μεγάλα ρεφρέν είναι το μοναδικό σημείο που ενωθήκαμε όλοι οι Ελληνες. Ακόμα και οι μεγάλες εθνικές αθλητικές επιτυχίες μάς ένωσαν για δυο-τρεις μέρες. Το τραγούδι έχει ισχυρούς αρμούς που αντέχουν δεκαετίες. Δεν υποστηρίζω πως το ζητούμενο είναι απαραίτητα η ενότητα – ποια ενότητα με ανθρώπους και ιδεολογίες που κρύβουν ακόμα και το φως του ήλιου; –, όμως κάτι στον πυρήνα μας λειτουργεί κεντρομόλα και όχι φυγόκεντρα, κάποιους δρόμους επικοινωνίας πρέπει να τους διατηρήσουμε ανοιχτούς, προβλέπω πως θα μας χρειαστούν. Δεν έχω άλλον τρόπο από την τέχνη. Μέσα από αυτήν πλαταίνουμε μέσα στον κόσμο. Αυτήν πρέπει να μάθουμε πρώτα στα παιδιά μας, τα υπόλοιπα είναι γνώσεις, όχι βιώματα.

Πολλοί θεωρούν πως το θέμα με τα τραγούδια είναι το τι λένε, για ποιες ζωές μιλάνε. Δεν είναι. Για «συντεχνιακούς» λόγους ίσως πρέπει να υποστηρίξω πως το βασικό είναι ο στίχος τους. Δεν είναι.

Είναι η αισθητική τους. Είναι απλά η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο.

Του χρόνου έχουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι. Με λιγότερο από τρεις μήνες διαφορά γεννήθηκαν, το 1925. Ας είμαστε εκεί. Οχι για εκείνους, όχι για το παρελθόν, αλλά για εμάς και το παρόν μας.