Σε σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες έχουν εξελιχθεί οι προβλέψεις για το αποτέλεσμα των εξαιρετικά κρίσιμων εκλογών σήμερα στην Τουρκία, όπου ουσιαστικά θα κριθεί αν θα ανατραπεί ή όχι ο Ταγίπ Ερντογάν, μετά από είκοσι χρόνια παραμονής στην εξουσία με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα. Και μπορεί οι τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι προηγείται ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, αλλά αυτό μένει πρώτον να αποδειχθεί (δεδομένου ότι υπάρχουν πληροφορίες ότι μπορεί σε απομακρυσμένα εκλογικά τμήματα να σημειωθεί νοθεία στα αποτελέσματα) και δεύτερον (και κυριότερον) αν ο Νεοσουλτάνος θα αποδεχθεί την ήττα του ή θα την αποδώσει σε σχέδιο ανατροπής του, όπως πολλοί συνεργάτες του έχουν ήδη καταγγείλει ότι σχεδιάζεται. Οπότε εύκολα γίνεται αντιληπτό το χάος που πρόκειται να ακολουθήσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα της χώρας, σε μια ευαίσθητη διεθνή συγκυρία, όπου η Αγκυρα παίζει τα δικά της παιχνίδια, εκβιάζοντας τους συμμάχους της, στηριζόμενη στη γνωστή γεωπολιτική της θέση.
Ετσι το ερώτημα δεν αφορά μόνον στο ποια θα είναι από εδώ και πέρα η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ευρώπη) η οποία έχει καίρια διαταραχθεί και την οποία ο Κιλιτσντάρογλου υπόσχεται να επαναφέρει στο status quo ante, αλλά και πώς θα προχωρήσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ιδίως αν τελικά επικρατήσει όντως ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ο οποίος αφού επί μήνες έθετε θέμα για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, την τελευταία εβδομάδα διαβεβαίωσε ότι «με τους γείτονές μας θα ζήσουμε μέσα σε κλίμα ειρήνης και ηρεμίας». Για να προσθέσει το γνωστό ρητό του Κεμάλ Ατατούρκ «Ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον Κόσμο». Ισως γιατί και αυτός λέγεται Κεμάλ. Αλλά βέβαια συμπέρασμα για το πώς θα πολιτευθεί απέναντι στην Ελλάδα δεν βγαίνει. Kαι αυτό είναι το ανησυχητικό. Αν και στην Αθήνα επικρατεί η άποψη ότι η τουρκική πολιτική των μονομερών διεκδικήσεων είναι κοινή και στις δύο παρατάξεις.
Το καινούργιο όμως στοιχείο σε όλα αυτά είναι ότι για πρώτη φορά Ελλάδα και Τουρκία έχουν ταυτόχρονα εκλογές, πράγμα που σημαίνει ότι οι νέες κυβερνήσεις που θα προκύψουν από αυτές θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή για την αποκατάσταση των σχέσεών τους. Καθώς μάλιστα εδώ και πάνω από 50 χρόνια τα γνωστά προβλήματα παραμένουν άλυτα. Και η επίκληση απλώς του Διεθνούς Δικαίου δεν αρκεί. Διότι αν τελικά ζητηθεί η κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου, οι δύο πλευρές θα πρέπει να είναι έτοιμες να δεχθούν μια απόφαση η οποία ενδεχομένως δεν θα ικανοποιεί πλήρως τις θέσεις τους. Και τούτο επειδή η Χάγη επιχειρεί συνήθως, για πολιτικούς λόγους, να διατηρήσει ισορροπίες μεταξύ των διαδίκων. Είναι λοιπόν επιτακτικά αναγκαίο τα κόμματα να συμφωνήσουν προηγουμένως για το τι μπορούμε να δεχθούμε και τι όχι. Για να μην επαναληφθεί το φιάσκο του Ελσίνκι, όπου το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη είχε αποδεχθεί την παραπομπή στη Χάγη και ήλθε η κυβέρνηση Καραμανλή του νεοτέρου για να παγώσει τη διαδικασία. Με αποτέλεσμα τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων που όλοι ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.