Στόχος της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα 4 χρόνια είναι η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε διαρκή τροχιά σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη. Τη δεκαετία 2008-2017 η απώλεια στο βιοτικό επίπεδο ήταν τεράστια, περίπου 25%, αλλά η χώρα έμεινε όρθια. Αντεξε στη συνέχεια και την κρίση της πανδημίας, ενώ φαίνεται να ανακάμπτει συγκριτικά ταχύτερα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όσο η ενεργειακή κρίση υποχωρεί. Ο αναμενόμενος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ του 2023 είναι διπλάσιος του μέσου όρου στην ευρωζώνη και διαρκώς αναθεωρείται προς τα πάνω.
Για να συνεχιστεί η τροχιά σύγκλισης, απαιτείται ένα συνεκτικό πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα ενισχύει τη συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα τη θωρακίζει από δυνητικές ανισορροπίες, θα επουλώνει ελλείψεις σε υποδομές, θα δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας και, κυρίως, θα ανοίγει νέους δρόμους αύξησης της παραγωγικότητας, με διευκόλυνση των πολιτών που καινοτομούν και αναλαμβάνουν επιχειρηματικούς κινδύνους και με ευρεία συμμετοχή των νέων στην παγκόσμια ψηφιακή οικονομία.
Στη διάρκεια της κρίσης η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε κυρίως λόγω της δραστικής μείωσης του κόστους εργασίας, αλλά και λόγω της ενεργού συστηματικής προσπάθειας των επιχειρηματιών να βρουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Η βελτίωση αυτή έγινε εμφανής από τη μεγάλη αύξηση των εξαγωγών κυρίως αγαθών αλλά και υπηρεσιών, που σήμερα είναι στο 48,7% του ΑΕΠ από 22,5% το 2007, πριν από την κρίση. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από -15,2% του ΑΕΠ το 2007 μειώθηκε στο -6% το 2023 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια καθώς το κόστος ενέργειας υποχωρεί.
Στο μέλλον η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα πρέπει να βελτιώνεται κυρίως με την ενίσχυση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Και η βελτίωση της ποιότητας προϋποθέτει πολλά: Σωστά αμειβόμενους εργαζομένους, που διαρκώς επανεκπαιδεύονται με νέες δεξιότητες, μια αγορά εργασίας όπου η ζήτηση για εξειδικευμένο και ανειδίκευτο προσωπικό ικανοποιείται από την εγχώρια ή την εποχικά εισαγόμενη προσφορά, δημιουργία νέων παραγωγικών επιχειρήσεων που να συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, ενεργή συμμετοχή των ιδιωτών και των επιχειρήσεων στη νέα παγκόσμια ψηφιακή και κλιματικά αποτελεσματική οικονομία, περιβάλλον σωστής και διαφανούς εταιρικής διακυβέρνησης, κράτος δικαίου, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, καθώς και σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε έρευνα και κυρίως σε υποδομές μεταφορών, πράσινης ενέργειας, πληροφορικής και επικοινωνιών.
Η χρηματοδότηση των επενδύσεων και της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν απαλλαγεί από τα προβλήματα που έφερε η κρίση, έχουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, ικανά στελέχη, σωστή διακυβέρνηση και, κυρίως, διαθέτουν άφθονη ρευστότητα και ανταγωνίζονται να προσελκύσουν αξιόπιστους πελάτες προς χρηματοδότηση. Συγχρόνως, το ύψος των διαθέσιμων δημόσιων πόρων για επενδύσεις στην ψηφιοποίηση της οικονομίας, την ενέργεια και την πράσινη μετάβαση, συμπεριλαμβανομένου του ΠΔΕ, ξεπερνούν τα €40 δισεκατομμύρια.
Η χώρα βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα. Η αναβάθμιση αποτελεί πρωταρχικό στόχο. Πιστοποιεί το τέλος της κρίσης. Ανεβάζει το κύρος της Ελλάδας. Αυξάνεται η διεθνής ζήτηση για ελληνικά κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των περιθωρίων επιτοκίου σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά, που στη συνέχεια θα έχει ευεργετική επίδραση στο κόστος δανεισμού των τραπεζών και των επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη χρηματοδότηση όλης της οικονομίας.
Σημαντικό στόχο, επίσης, αποτελεί η συνολική απορρόφηση και σωστή χρήση των κονδυλίων των ταμείων της ΕΕ, όπως προβλέπεται στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0». Η υλοποίηση των έργων θα προωθήσει την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και θα ενδυναμώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και ελκυστικότητα της οικονομίας. Και προς το παρόν η Ελλάδα κατατάσσεται στην κορυφαία τριάδα χωρών ως προς την ταχύτητα απορρόφησης των πόρων και στην κορυφή ως προς τον αντίκτυπό τους στην οικονομία.
Οσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, για να μπορούμε στο μέλλον να ακολουθούμε αντικυκλική πολιτική, θα πρέπει πρώτα το χρέος μας να μειωθεί σε τέτοιο επίπεδο που να μην τίθεται σε αμφιβολία η βιωσιμότητά του, ανεξαρτήτως μεταβολών στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Σήμερα έχουμε το μεγαλύτερο χρέος ως % ΑΕΠ στην ΕΕ, περίπου 160% στο τέλος του 2023. Συνεπώς, η επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων αποτελεί για την Ελλάδα πρώτη προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, ασχέτως με το τι τελικά συμφωνηθεί στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Σήμερα το χρέος δεν μας προβληματίζει παρά την αύξηση των επιτοκίων διεθνώς, διότι δεν μας κοστίζει πολύ η εξυπηρέτησή του. Στη διάρκεια της κρίσης, οι ευρωπαίοι εταίροι μάς δάνεισαν με χαμηλό επιτόκιο και μεγάλη διάρκεια, γεγονός που μας θωρακίζει από την αύξηση των επιτοκίων. Επίσης, τα τελευταία δύο χρόνια σταθήκαμε τυχεροί διότι η ανάπτυξη και κυρίως ο πληθωρισμός απομείωσαν ταχύτερα του αναμενομένου τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Ομως, στο μέλλον δεν μπορούμε να στηριζόμαστε σε επανάληψη του φαινομένου του υψηλού πληθωρισμού. Και όσο περνάνε τα χρόνια, τα ομόλογα που λήγουν και ανανεώνονται θα πωλούνται στους νέους επενδυτές με όρους αγοράς. Και τα επιτόκια στο μέλλον σε όλη την Ευρώπη θα είναι μεγαλύτερα από τα επιτόκια των περασμένων 5-10 ετών. Το κόστος των νέων εκδόσεων ομολόγων θα αυξηθεί και, κατά συνέπεια, θα καθίσταται όλο και πιο δύσκολη η υποχώρηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ όσο αναβάλλουμε την εμπροσθοβαρή μείωσή του.
Ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης είναι πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.