Οι αντίπαλοί της την κατηγορούν ότι διευθύνει ένα αρχηγικό κόμμα, ότι δεν έχει κυβερνητικό πρόγραμμα, ότι κάνει μονοθεματική αντιπολίτευση Τεμπών. Πώς απαντά σε αυτά η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν έχει καμία σημασία. Ο κόσμος που την προτιμά δεν αξιολογεί ούτε την προσήλωσή της στις νόρμες της πολιτικής πρακτικής ούτε το κυβερνητικό της πρόγραμμα. Υπάρχει περίπτωση να μην την αναγνωρίζει ούτε ως αντισύστημα. Ισως απλά να πριμοδοτεί την πιο δυνατή και αντιδραστική φωνή της αντιπολίτευσης για να εκφράσει το γινάτι του απέναντι στην κυβέρνηση, ακόμα και την απόρριψή της.
Ορισμένοι αντιμετωπίζουν την άνοδο της Κωνσταντοπούλου ως προϊόν της συγκυρίας. Αλλοι προβληματίζονται διαπιστώνοντας ότι συνεχώς τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στη δεύτερη θέση καταλληλότητας για την πρωθυπουργία. Και διερωτώνται αν η θέση της Πλεύσης Ελευθερίας ως δεύτερου κόμματος δεν είναι μόνο δημοσκοπική. Οτι και αν φούσκωσε τα δικά της πανιά, ξεφούσκωσε ταυτόχρονα και απότομα τη διαφημισμένη κυριαρχία της κυβέρνησης. Δύο μεγάλες διαδηλώσεις ήταν αρκετές για να συμβεί αυτό, που σημαίνει ότι τα Τέμπη πυροδότησαν και άλλες αιτίες δυσαρέσκειας. Εχει, όμως, ενδιαφέρον ότι κάποιος κόσμος, παρά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης και της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, η οποία αν στηριχθούμε στα δημοσκοπικά δεδομένα δεν εξελήφθη τόσο αρνητικά όσο πίστευε η κυβέρνηση από αξιοσημείωτη μερίδα της κοινής γνώμης, αν και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη ανήκεστο βλάβη και οι ΑΝΕΛ εξαϋλώθηκαν.
Η Κωνσταντοπούλου, μολονότι βγήκε από τα σπλάχνα της Αριστεράς, δεν αποτελεί σάρκα εκ της σαρκός της, ή δεν αποτέλεσε ποτέ. Τα χαρακτηριστικά της είναι άλλα, δύσκολα κατατάξιμα στο παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς. Διεκδικεί και έχει κατακτήσει το δικαίωμα της δικής της έκφρασης, με μια εισαγγελική εκφορά που στέλνει με την ίδια ευκολία τον Αλέξη Τσίπρα στο λαγούμι του και τους απέναντί της στον προθάλαμο της φυλακής. Πρόκειται για δεξιά, στο βάθος, εκδοχή των πραγμάτων, ακόμα και ακροδεξιά ως προς το ύφος θα μπορούσε να πει κάποιος, με τον καταγγελτικό και βίαιο λόγο να το επισφραγίζει. Αν κάποιος έλεγε ότι συνομιλεί με την τραμπική προσέγγιση και με έναν τρόπο την αποτυπώνει δεν θα ήταν μακριά από τα πράγματα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χειρίστηκε ως μαριονετίστας την αντιπολίτευση φροντίζοντας να κινεί ο ίδιος τα νήματα της επιρροής της. Με την Κωνσταντοπούλου έκανε καταφανώς λάθος να την τοποθετήσει στη θέση του κύριου αντιπάλου του, σε μια χρονική στιγμή που η έκφραση δυσαρέσκειας των πολιτών υπερβαίνει και την αντιπολίτευση στο σύνολό της.
Λάθος κάνει και το ΠαΣοΚ που δεν την αντιμετωπίζει πολιτικά ως αυτό που είναι και όχι ως αντισυστημικό σύμπτωμα, το οποίο με την κατάλληλη δόση θεσμικής αντιπολίτευσης θα υποχωρήσει.
Η συνολική συνθήκη επιταχύνει την κρίση και ενδεχομένως τον χρόνο των αποφάσεων. Στη ΝΔ αντιλαμβάνονται ότι κλείνει ο κύκλος της μονοκομματικής κυβέρνησης και ήδη συζητούν σενάρια για την επόμενη ημέρα. Ομως, η δυσκολία διακυβέρνησης της χώρας είναι ορατή, το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος» δεν έχει αυτονόητη απάντηση, και όλα γίνονται πιο περίπλοκα μέσα στο ρευστό διεθνές σκηνικό. Με ιδανική αφετηρία το 2019, μέσα σε έξι χρόνια έχουμε καταλήξει σε μια κατάσταση χωρίς εύκολη πολιτική λύση που απειλεί να παρασύρει αντιλήψεις, πρακτικές και πρόσωπα.