Εκεί που όλοι περίμεναν ότι μετά την επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στο Πεκίνο η πολύ δύσκολη κατάσταση στις σχέσεις των δύο χωρών θα έμπαινε σε μια νέα περίοδο που θα έδινε την ευκαιρία για μια υπεύθυνη διαχείριση της επικίνδυνης αντιπαλότητας, ώστε να αποφευχθεί τουλάχιστον η διαφαινόμενη πολεμική αναμέτρηση, ήλθε ο πρόεδρος Μπάιντεν να ανατρέψει την ελπίδα αυτή, δηλώνοντας ότι ο κινέζος ομόλογός του είναι δικτάτορας! Οταν μάλιστα μία ημέρα νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει ως απολύτως θετικά τα αποτελέσματα της επίσκεψης Μπλίνκεν. Και δεν είναι τυχαίο ότι άρχισαν να κυκλοφορούν και πάλι οι φήμες για την πνευματική του διαύγεια, καθώς ξαφνικά, έτσι χωρίς λόγο, είχε σε άλλη ομιλία του, άσχετη με τα συμβαίνοντα στη Βρετανία, εκφωνήσει τη φράση «God Save the Queen» (O Θεός σώζοι τη βασίλισσα)!

Ετσι πέρα από το γεγονός ότι η Βρετανία δεν έχει πλέον βασίλισσα αλλά βασιλιά, τίθεται και το πολύ σοβαρότερο ζήτημα για το αν ο Μπάιντεν, που θα είναι 82 ετών το 2024 και 86 το 2028, εκλεγεί και ολοκληρώσει τη θητεία του, θα μπορέσει, χωρίς προβλήματα υγείας, να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του. Χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι η επιλογή του γνωστού μας Τραμπ θα είναι η καλύτερη λύση. Αλλά δεν πρέπει να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι αυτός τώρα, εν όψει όλων των σοβαρών διώξεων που αντιμετωπίζει, έχει βρει την ευκαιρία να καταγγείλει τον αντίπαλό του για παράνομες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη με σκοπό να τη βγάλει καθαρή ο γιος του Χάντερ, που αντιμετωπίζει δικαστικές διώξεις για κατοχή ναρκωτικών και αποφυγή πληρωμής φόρων. Και το ερώτημα είναι ποια θα είναι η αντίδραση των Δημοκρατικών ψηφοφόρων τώρα που αποφασίστηκε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης αυτής, μετά την ομολογία του Χάντερ.

Μέσα στο ζοφερό αυτό προεκλογικό κλίμα κινείται πλέον η αμερικανική κυβέρνηση, έχοντας να επιλύσει τις τεράστιες εκκρεμότητες που αντιμετωπίζει στην εξωτερική πολιτική. Και θα είναι κρίμα να τιναχθεί στον αέρα η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κίνα, μετά τη συμφωνία να συνεχισθούν οι επαφές σε ανώτατο επίπεδο. Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης προσέγγισης της Κίνας, όπως έδειξε και η επίσκεψη του κινέζου πρωθυπουργού στο Βερολίνο. Διότι πέρα από τα αυτονόητα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας με τον ισχυρότερο οικονομικό της εταίρο παραμένει πάντα το αίτημα προς την Κίνα να επηρεάσει τη Ρωσία να εργαστεί για την ειρήνευση στην Ουκρανία, αποφεύγοντας την παροχή οπλισμού. Παράλληλα  δεν θα πρέπει να διακοπούν ούτε οι παρασκηνιακές συνομιλίες των Αμερικανών με το Ιράν στο Ομάν, μετά την κατάργηση της γνωστής αντιπυρηνικής συμφωνίας. Η προσπάθεια είναι να ηρεμήσουν τα πράγματα στο μέτωπο της Συρίας και να επιχειρηθεί και πάλι ο έλεγχος των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν, ώστε να αποφευχθούν μονομερείς ενέργειες αντιποίνων του Ισραήλ. Ολα αυτά όμως προϋποθέτουν να αποκατασταθεί κατ’ αρχάς η ηρεμία στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ.