Τελικά το παράδειγμα της Ιταλίας δεν ήταν «πρότυπο» μεταναστευτικής πολιτικής για την Ευρώπη, όπως το διαφήμιζε η Τζόρτζια Μελόνι. Μόλις μία εβδομάδα μετά τη λειτουργία των δύο κλειστών κέντρων κράτησης μεταναστών στην Αλβανία, η ιταλική Δικαιοσύνη ακύρωσε την κράτηση των 12 μεταναστών από το Μπανγκλαντές και την Αίγυπτο που στάλθηκαν εκεί και διέταξε την επιστροφή τους στην Ιταλία.
Νωρίτερα άλλοι τέσσερις εστάλησαν στην Ιταλία επειδή διαπιστώθηκε ότι οι δύο δεν είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος ηλικίας και οι άλλοι δύο είχαν θέματα υγείας. Το σκεπτικό του δικαστηρίου για τους 12 ήταν ότι υπάρχει αδυναμία αναγνώρισης των κρατών προέλευσης των μεταναστών ως ασφαλών χωρών και κυρίως ότι η συμφωνία με την Αλβανία παραβιάζει το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο.
Το κυβερνών κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας χαρακτήρισε «σοκαριστική» την απόφαση και «πολιτικοποιημένους» τους δικαστές, παρ’ όλα αυτά η «καινοτόμα» πολιτική της Μελόνι, η οποία προέβλεπε τη μετακίνηση 30.000 μεταναστών τον χρόνο στα κέντρα της Αλβανίας, βρίσκεται στον αέρα. Η απόφαση εκδόθηκε στη λήξη της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες για το Μεταναστευτικό, στην οποία περισσότερες από τις μισές χώρες της ΕΕ ζήτησαν να αυστηροποιηθεί η διαδικασία επιστροφών στις χώρες προέλευσης, άλλες όπως η Γερμανία κλείνουν τα σύνορά τους, και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι η ΕΕ μπορεί «να πάρει μαθήματα» από το αμφιλεγόμενο ιταλικό μοντέλο. Μπροστά στην άνοδο της Ακροδεξιάς εξαιτίας της δημοφιλούς αντιμεταναστευτικής ρητορικής της, το δίκαιο ας μπει στην άκρη.
Σε άλλες χώρες το Μεταναστευτικό αποτελεί μια πραγματική απειλή. Στην Ελλάδα είναι ένα ελάχιστα καμουφλαρισμένο πρόσχημα. Χρησιμοποιείται από ακροδεξιά κόμματα και πολιτικούς για δικούς τους λόγους, αφού οι ροές μπορεί να έχουν αυξηθεί, αυτή τη στιγμή φιλοξενούμε 23.000 μετανάστες σε 30 δομές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται εκρηκτικές. Το μεγάλο θέμα για τη ΝΔ δεν είναι οι εκτός των τειχών της, αλλά οι εντός. Η κοινωνική δυσφορία γίνεται πολιτικό πρόβλημα εξαιτίας δικών της βουλευτών, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν αναμείξει τα ελληνοτουρκικά και το Μεταναστευτικό σε ένα εύφλεκτο μείγμα. Εξ ου και το μήνυμα μη ανοχής τέτοιων αποκλίσεων από την κυβερνητική γραμμή που απηύθυνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Τα ακραία κόμματα της αντιπολίτευσης είναι προφανές πού αποβλέπουν. Οι «γαλάζιοι επαναστάτες» όμως τι θέλουν; Να ρίξουν την κυβέρνηση; Να σύρουν τον Πρωθυπουργό στις δικές τους θέσεις; Να του βάλουν όρια; Να τον κάνουν καθαρόαιμο δεξιό; Οσοι μιλούν με το πατριωτικό κομμάτι της ΝΔ μαθαίνουν ότι ο Μητσοτάκης «χειρίζεται επικίνδυνα τα εθνικά θέματα». Δεν απαντούν όμως στο ερώτημα τι θα κερδίσει η Ελλάδα από την ακινησία στα ελληνοτουρκικά – μέχρι στιγμής μόνο έχασε – ή από υπερδεξιά στροφή στο Μεταναστευτικό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η εσωτερική αντιπολίτευση διαμορφώνεται τόσο σύντομα μετά τις εκλογές, ενώ δεν υπάρχει ισχυρός πόλος στην αντιπολίτευση. Είναι ενδιαφέρουσες και οι συμπράξεις υπουργών προκειμένου να συγκρατηθούν οι δυνάμεις της ΝΔ στο εσωτερικό της. Οσο η Ακροδεξιά έχει δυναμική, αλλά δεν έχει πρόσωπο να την ενώσει, υπάρχει ακόμα χρόνος αντίδρασης για τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.