Ο όρος «πολιτικό κόστος» διαδόθηκε ευρέως τη δεκαετία του 1990. Τότε που άρχισε δειλά-δειλά να γίνεται αντιληπτό ότι χωρίς μεγάλες τομές η χώρα θα κατευθυνόταν ολοταχώς προς τα βράχια. Ενδόμυχα όλοι διαισθάνονταν ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει, αλλά την ίδια στιγμή ελάχιστοι ήταν πρόθυμοι να ξυπνήσουν από το όνειρο και να πάρουν στα χέρια τους την «ιδιοκτησία» των απαιτούμενων αλλαγών.
Μοιραία, οι πρώτες απόπειρες ξεβολέματος έπεσαν σε τοίχο. Η σύγκρουση των – μετρημένων στα δάχτυλα – θαρραλέων πολιτικών με κατεστημένα συμφέροντα και συντεχνίες ήταν άνιση και έληγε με συντριπτική ήττα των πρώτων. Υπουργοί που επιχείρησαν να «σπάσουν» αβγά δεν είχαν στήριξη ούτε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό τους και οδηγούνταν στην έξοδο με συνοπτικές διαδικασίες. Το πολιτικό κόστος της εναντίωσης στη βούληση της παντοδύναμης κοινής γνώμης ήταν αβάσταχτο.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Μεσολάβησαν κρίσεις, χρεοκοπίες και μνημόνια. Το πάρτι τελείωσε άδοξα. Αποδείχθηκε με επώδυνο τρόπο ότι εύκολες λύσεις και λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν. Η κοινωνία άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το αίτημα για μεταρρυθμίσεις και αλλαγή νοοτροπίας δεν αποτελεί κούφιο τσιτάτο, αλλά αναγκαία προϋπόθεση προόδου.
Η μεταβολή που άρχισε να συντελείται πέρασε αρχικά κάτω από τα ραντάρ των πολιτικών με αποτέλεσμα το εξής παράδοξο: Ενώ η κοινωνία εμφανιζόταν δεκτική σε μεταρρυθμίσεις, οι πολιτικές ηγεσίες δίσταζαν να τις υλοποιήσουν εξαιτίας του αταβιστικού φόβου για το «πολιτικό κόστος».
Το ότι κάτι άλλαξε στην ελληνική κοινωνία το διέγνωσε πρώτη η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και προσάρμοσε κατάλληλα ατζέντα και στρατηγική. Αν και σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται πιο διστακτική απ’ όσο το επιτρέπουν οι προεκλογικές της δεσμεύσεις και οι απαιτήσεις των καιρών, επιβραβεύθηκε εμφατικά από το εκλογικό σώμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, αδυνατεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί το νέο περιβάλλον, γι’ αυτό και οι εξελίξεις τον προσπερνούν. Στο εξής, το πολιτικό κόστος θα το υφίσταται όποιος επιδεικνύει αναβλητικότητα και ατολμία στις απαιτούμενες ρήξεις.