Στη συγκλονιστική ταινία «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη, που ακόμη παίζεται στους κινηματογράφους, το κεντρικό εύρημα αναποδογυρίζει μια παλιά ιστορία. Στην ταινία δεν είναι οι νεκροί που προσκολλώνται, σαν φαντάσματα, πάνω στους ζωντανούς. Είναι οι ζωντανοί που δεν τους αφήνουν να φύγουν, είναι οι ζωντανοί που γίνονται η σκιά τους.
Οι ζωντανοί: που ψάχνουν ακόμη τις συνθήκες θανάτου των δικών τους, που προσπαθούν να λύσουν άλυτους λογαριασμούς, που επιμένουν να ερευνούν, που καταλαβαίνουν ότι έχουν ακόμα δουλειά να κάνουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί. Σε ένα επίπεδο αλληγορικό, η ταινία μιλάει για το τι θα μπορούσε να σημαίνει πολιτική του πένθους – και γι’ αυτό έχει, νομίζω, τέτοια επιτυχία.
Εχει πιάσει έναν σφυγμό, συνομιλεί με ό,τι ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς είχε κάποτε ονομάσει «δομή συναισθήματος». Ως κοινωνία αναζητούμε ξανά, συχνά με οργή και σε πένθος, όλο και περισσότερο τι μας συνδέει και τι θα μπορούσε να μας κάνει να ξανασκεφτούμε τα αιτήματά μας από μια εξουσία που διαφεύγει, διαρκώς, τους όρους της λογοδοσίας της.
Αν λοιπόν μια πιο παραδοσιακή οπτική θέλει το πένθος να είναι ο τρόπος να «πείσουμε» τους νεκρούς να ησυχάσουν και την ψυχή τους να ελευθερωθεί, η στιγμή που το σκέφτεσαι αντίθετα, η στιγμή που το πένθος γίνεται επιμονή και έρευνα και απαίτηση, ανήκει ήδη στη σφαίρα του πολιτικού. Δεν είναι οι νεκροί· εμείς είναι που τους στοιχειώνουμε.
Δεν είναι αυτοί που θέλουνε να δικαιωθούν· εμείς είναι που θέλουμε ξεκαθάρισμα και δικαιοσύνη. Τα παπούτσια που αράδιαζαν οι διαδηλώτριες έξω από τη ΓΑΔΑ, Δεκέμβρη του 2018, στις διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, να θυμίζουν εκείνο το δικό του παπούτσι που είχε μείνει δίπλα στα σπασμένα γυαλιά στην οδό Γλάδστωνος, δεν ήταν μνημειακή αναφορά, ήταν απαίτηση έρευνας: δεν θα ησυχάσουμε, έλεγαν, αν δεν ερευνηθεί κάθε σημάδι, κάθε στοιχείο, κάθε εικόνα, αποτύπωμα και σύνδεση.
Χρόνια μετά, τα σινεμά που παίζουν το «Αρκάντια» βάζουν ένα ζευγάρι παπούτσια έξω από την πόρτα τους – όσες δουν την ταινία θα καταλάβουν γιατί.
Τα γράφω όλα αυτά, προφανώς, γιατί τους τελευταίους μήνες, με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ξανα-καταλαβαίνουμε πόσο πολιτικό μπορεί να γίνει το πένθος, το βλέπουμε να εξελίσσεται, να γιγαντώνεται, να αποκτά μια δυναμική που δεν την προλαβαίνουν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί ή τα κομματικά γραφεία κάθε πλευράς, ξανά και ξανά και ξανά.
Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Και αν οι συγγενείς των θυμάτων στα Τέμπη μάς θυμίζουν τις μορφές της Μάγδας Φύσσα, της Ελένης Κωστοπούλου ή του Γιάννη Μάγγου, υπάρχει λόγος που μας τα θυμίζουν. Το πένθος δεν έχει μόνο μνήμη, συναίσθημα, υπερβολή, πόνο και έκρηξη. Εχει επιμονή, εγρήγορση, παράλογο θάρρος, ευρηματικότητα, μέθοδο και αλληλεγγύη.
Το πένθος δεν ανήκει μόνο στο θυμικό, το πένθος είναι αίτημα. Το να το μετράς μόνο ως συναισθηματική αντίδραση ενέχει τον κίνδυνο να μην καταλάβεις τις πολιτικές διαδικασίες που διανοίγει σε μακρό χρόνο. Σκεφτείτε τι χρωστά η δική μας Μεταπολίτευση στα μέτωπα που ξεπήδησαν από το πένθος για τον Λαμπράκη και τον Πέτρουλα, τι δυναμική έχουν εκλύσει στη Χιλή, την Αργεντινή ή τη Βραζιλία τα κινήματα των συγγενών των εξαφανισμένων, πόσο έχει αλλάξει τα πρωτόκολλα για τα δικαιώματα των ασθενών το οργανωμένο πένθος της ActUP για τα θύματα του AIDS.
Και έβαλα επίτηδες παραδείγματα που δεν αντιπροσωπεύουν τελειωμένες υποθέσεις αλλά ευάλωτα σχήματα, πολιτικούς αγώνες που συχνά σήμερα βλέπουν τις κατακτήσεις τους να υπονομεύονται. Χαρακτηριστικό του πένθους όμως δεν είναι ότι ξέρει να νικά· είναι ότι ξέρει να συνεχίζει.
Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.