Αν τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή του φωτός και των παιδιών, η ορθόδοξη πασχαλινή μυσταγωγία προβάλλει πάντα κάπως πιο σκοτεινή.
Από το τελετουργικό στις εκκλησίες μας, τη Σταύρωση και τον Επιτάφιο, ως τη μεγάλη σφαγή των αμνών… όλα απευθύνονται σε μια άλλη, πιο ακατέργαστη πλευρά της φύσης μας. Ακόμη και το αναστάσιμο μήνυμα, απογυμνωμένο από τις παραμέτρους της θρησκευτικής γιορτής, μπορεί να φέρει τρόμο. Λέμε πως ο άνθρωπος κυνηγά την αθανασία, υπάρχει όμως, αλήθεια, πιο καταλυτικός φόβος από την κατάρρευση της υπαρξιακής μας νομοτέλειας; Το περιγράφουν πολύ γλαφυρά οι Ευαγγελιστές, μιλώντας για τον τρόμο των γυναικών μπροστά στο θέαμα του κενού τάφου του Ιησού.
Και έπειτα είναι και το όλον του Πάσχα των Ελλήνων. Η εμπειρία. Από το ταξίδι στο χωριό με τις ουρές στα διόδια και το στριμωξίδι ως τα κλαρίνα, τα κοκορέτσια και τον τηλεοπτικό Ιησού τον Ναζωραίο που κλείνει φέτος τα 46. Για σκεφτείτε το λίγο! Σχεδόν μισό αιώνα βλέπουμε τον Ρόμπερτ Πάουελ να σταυρώνεται στα 33 του.
Τώρα που χάθηκε ο ανθρωπότυπος των μαυροφορεμένων γιαγιάδων μας, αναρωτιέμαι συχνά τι πήραν μαζί τους φεύγοντας. Πώς να ζει το Πάσχα ένα παιδάκι που είναι σήμερα 8, 10 χρόνων;
Είναι ίδιες οι εικόνες; Οι κατακόκκινες παπαρούνες στο χωριό. Τα χέρια που ζυμώνουν τα κουλούρια της Λαμπρής και τα ολοκαίνουρια παπούτσια της νονάς και του νονού. Το Πάσχα, θυμάμαι, μύριζε άνοιξη, χώμα, βροχή, τσίκνα και δέρμα από τα καινούργια μου παπούτσια. Δεν ξέρω αν άλλαξε το Πάσχα των παιδιών. Σίγουρα όμως για εμάς που οι δεκαετίες μαζεύονται σιγά-σιγά στις πλάτες μας το κάδρο αλλάζει. Ολα αλλάζουν. Το Πάσχα πια είναι των νεκρών μας. Εκατοντάδες καντηλάκια που τρεμοπαίζουν στο νεκροταφείο του χωριού το φωνάζουν. Οι μέρες μυρίζουν λιβάνι. Η ζωή δεν νίκησε τον θάνατο και εκείνοι που έφυγαν – όλο και περισσότεροι – δεν θα γυρίσουν. Τέτοιες μέρες η υπόμνηση της απώλειας ειναι ακόμη πιο οδυνηρή.
Οσο μεγαλώνουμε, το Πάσχα τούς ανήκει. Σε εκείνους που μας μύησαν στις πρώτες Αναστάσεις της ζωής μας. Στα χέρια που κρατούσαν τη λαμπάδα μας για να χαρούμε χωρίς να
καούμε και που μας σήκωναν ψηλότερα από όλους για να πάρουμε το Αγιο Φως, όπως ακριβώς σηκώνουμε τώρα εμείς τα δικά μας παιδιά. Σε αυτά τα χέρια τα ροζιασμένα, τα αγαπημένα που έχουν φύγει. Δικό τους είναι το Πάσχα πια.