Ο όρος «παλαιοχριστιανοί» βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας όταν χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει οικογένεια με αναρχοπριμιτιβιστικές πρακτικές στην Κορινθία. Το ερώτημα είναι τι συγκεκριμένο περιεχόμενο έχει ο όρος αλλά και τι σημαίνει το να είναι κανείς «παλαιοχριστιανός» σήμερα.
Στην πραγματικότητα το να αξιώνει κανείς ότι είναι «παλαιοχριστιανός» είναι σχεδόν εξίσου παλαιό με το να δηλώνει «χριστιανός». Ολη η ιστορία του χριστιανισμού είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε μια επίσημη Εκκλησία, που την εποχή του Βυζαντίου εντάσσεται στην κρατική ιδεολογία, και σε αναχωρητικά κινήματα που διεκδικούν επιστροφή στον «πρώτο χριστιανισμό», μέσα από αμφισβήτηση θεσμών και εναντίωση στην τρέχουσα μορφή κράτους. Η στροφή στο παρελθόν κατά κανόνα συνδυαζόταν με ηθική αυστηρότητα και μανιχαϊστικά σχήματα κατανόησης της Ιστορίας, αλλά ενίοτε πίσω από τον ηθικό συντηρητισμό κρύβονταν καινούργια προτάγματα για το μέλλον.
Η ίδια η ανάπτυξη του μοναχισμού τον 4ο αιώνα θεωρείται ως μια σύγκρουση ανάμεσα στην «έρημο» και στη χριστιανική πλέον «αυτοκρατορία». Οταν το επισκοπικό σύστημα υποτάσσει, αλλά και κατακτάται πνευματικώς από τον μοναχισμό, ξεπηδούν νέα κινήματα, μανιχαϊστικής έμπνευσης: Οι «Παυλικιανοί» στη Μικρά Ασία, οι «Βογόμιλοι» στα Βαλκάνια αποτάσσονται κάθε θεσμική διαμεσολάβηση και εκπροσώπηση του Θεού, αρνούμενοι κατ’ εξοχήν τον θεσμό του γάμου.
Εκτοτε, μια πουριτανική ηθική της εγκράτειας θα συνδυάζεται συχνά με αντίστροφες κοινωνικές κατηγορίες για ακολασία, ακριβώς λόγω αυτής της αναρχικής εμμονής στην αντίθεση στον γάμο ως βάση της κοινωνικής συνάρθρωσης. Οι «Καθαροί» στη Νότια Γαλλία ενέπνευσαν το πνεύμα των τροβαδούρων που ανιχνεύει την αυθεντικότητα του έρωτα στις παράνομες σχέσεις, οι οποίες αψηφούν τις κοινωνικές συμβάσεις, γεννώντας τον «έρωτα στη Δύση».
Στην αυγή της νεωτερικότητας, την ώρα που οι κυρίαρχες προτεσταντικές ομολογίες προσφέρουν στηρίγματα στη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους, ριζοσπαστικά κινήματα όπως οι «Αναβαπτιστές» κηρύσσουν απόλυτο χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, ενώ οι Μεννονίτες αντιτάσσονται στον τεχνολογικό πολιτισμό και στις ανέσεις του. Οι «Αμις» (Amish), οπαδοί του Jakob Ammann, διακρίνονται για τον αντιατομικισμό τους και την εναντίωση στον ηλεκτρισμό. Ωστόσο, ο πουριτανισμός και η τεχνοφοβία συνυπάρχουν ενίοτε με πολιτικό προοδευτισμό, εξ ου και τα κινήματα αναπτύσσονται στον αμερικανικό Νέο Κόσμο της δημοκρατίας και της ανεξιθρησκίας.
Αλλά και στη Ρωσία οι «Παλαιόπιστοι» διεκδικούν ιθαγενικότητα σε αντίθεση προς την ελληνική επίδραση. Το ρωσικό όνομά τους «Ρασκόλνικοι» χρησιμοποιείται από τον Ντοστογέφσκι για τον ήρωα που «εγκληματεί και τιμωρείται». Αποδέχονται με περηφάνια το δυσφημιστικό όνομα «Ντουχομπόροι» («Πνευματομάχοι») γιατί θεωρούν ότι μάχονται υπέρ του Πνεύματος που «όπου θέλει πνει», αδέσμευτο από θεσμούς και εξουσίες. Εποικίζουν τη Σιβηρία, στηρίζονται από τους αναρχικούς Τολστόι και Κροπότκιν, ενώ στην πλέον ακραία σέκτα των αυτομαστιγούμενων «Χλίστι» φέρεται να ανήκε ο Ρασπούτιν. Σημειωτέον ότι τα προτεσταντικά και τα παλαιόπιστα κινήματα διατηρούν εκλεκτικές συγγένειες με τον ιουδαϊσμό.
Μια παρόμοια γενεαλόγηση σύγχρονων φαινομένων δεν είναι αδύνατη, δεδομένης της διασποράς των κινημάτων στη Βαλκανική. Πρόκειται, όμως, περισσότερο για κοινή φαινομενολογία. Αξίζει, πάντως, να δούμε τα επίκαιρα χαρακτηριστικά. Σήμερα δεν έχουμε το απολυταρχικό κράτος της πρώιμης νεωτερικότητας, αλλά το φιλελεύθερο κράτος της ύστερης, το οποίο παρεμβαίνει στην κοινωνική ζωή, κυρίως επικαλούμενο την προστασία μειοψηφιών και την απελευθέρωση από αναχρονιστικούς πατριαρχικούς δεσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, οι σύγχρονοι «παλαιοχριστιανοί» επιμένουν κυρίως στη μη «μόλυνση» των παιδιών τους από την κρατική πολιτική στην εκπαίδευση και στην υγεία, ενώ η παραδοσιακή πολυτεκνία αναπόφευκτα συνδέεται με κατηγορίες από το κράτος για ενδεχομένως παραβατική ενδογαμία.
Η σχέση με την τεχνολογία είναι αμφίσημη: Δίπλα στην επιμέρους τεχνοφοβία υπάρχει επιλεκτική χρήση της τεχνολογίας, λ.χ. της τηλεργασίας, ως «μικροστρατηγικής» κατά Μπουρντιέ, η οποία επιτρέπει μέσα από μια ήσσονα παραχώρηση να διατηρηθεί αλώβητος ο τρόπος ζωής μιας κλειστής οικογενειακής οικονομικής οργάνωσης βασισμένης στο κυνήγι, στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρωμιοί», παρ’ όλο που το Βυζάντιο ως ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η εποχή της κατ’ εξοχήν συμπόρευσης κράτους και Εκκλησίας («συναλληλία») με άρση του παλαιοχριστιανικού ιδεώδους, κυρίως επειδή στόχος τους είναι το νεωτερικό ελλαδικό έθνος-κράτος όπου μια εθνική Εκκλησία είναι επικρατούσα θρησκεία.
Η εμμονή στο παλαιό ημερολόγιο παραπέμπει σε κινήματα σλάβων «Παλαιόπιστων»: Στο σπήλαιο τίθεται ο ναός ως μύχιο άβατο του παλαιοημερολογιτικού «πιστεύω» της οικογένειας. Ενώ, αντιθέτως, ο τόπος διαμονής φέρεται να είναι μια τροχοβίλα, προσδίδοντας ένα στοιχείο ετοιμότητας για νομαδική ζωή, εφόσον υπάρξει δίωξη και θυμίζοντας τους καυσοκαλυβίτες «van-dwellers» της Αμερικής.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η αντίσταση στην τεχνολογία για λόγους αυθεντικότητας διαμεσολαβείται η ίδια από την υπερέκθεση στο ψηφιακό και μιντιακό σύστημα, σαν ο σύγχρονος κόσμος να ποθεί να δει το αρνητικό του και ο «παλαιοχριστιανός» να μην μπορεί παρά να το προσφέρει με τρόπο αγέρωχο και σερέτικο. Για αυτό και παρά τις ταμπέλες ονομασιών που αναπόδραστα αποδίδουμε, είναι σημαντικό να αφουγκραστούμε τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων που επιμένουν να κραδαίνουν ένα αρνητικό είδωλο προς το παρόν.
Ο κ. Διονύσιος Σκλήρης είναι διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.