Μόνον όσοι είχαν αφελώς πιστέψει την κυβερνητική προπαγάνδα ότι με την επίσκεψη Κατρούγκαλου στην Ουάσιγκτον ή με τις συμφωνίες με το Ισραήλ για τους αγωγούς είχε αναβαθμιστεί ο διεθνής ρόλος της Ελλάδας (και ότι ταυτόχρονα η Τουρκία είχε περιέλθει σε δεύτερη μοίρα) αιφνιδιάστηκαν από την τροπή που πήραν τελικά τα πράγματα. Από την πλήρη δηλαδή στήριξη του προέδρου Τραμπ στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς είναι κοινό μυστικό, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, η συμπάθειά του προς τους αυταρχικούς ηγέτες. Γι’ αυτό άλλωστε στήριξε πλήρως και το άνοιγμα του Αλέξη Τσίπρα προς τον άλλον αυταρχικό ηγέτη της περιοχής Βενιαμίν Νετανιάχου, από τον οποίο τώρα τηρούν αποστάσεις οι άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες, λόγω της απαράδεκτης στάσης του απέναντι στους Παλαιστινίους, ενώ είναι ταυτόχρονα κατηγορούμενος για σειρά σκανδάλων διαφθοράς.
Για τους Αμερικανούς διαχρονικά το «οικόπεδο Τουρκία» ήταν πάντα εξαιρετικά σημαντικό, λόγω της γνωστής γεωστρατηγικής θέσης της. Γεγονός το οποίο η Αγκυρα δεν έχει αφήσει φυσικά ανεκμετάλλευτο, παίζοντας συνεχώς ένα εκβιαστικό παιχνίδι μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα να διαμαρτύρεται ότι δεν είχε τη στήριξη της Ουάσιγκτον στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς τηρούσε πάντα την περιώνυμη πολιτική των «ίσων αποστάσεων». Επιβραβεύοντας δηλαδή την Αγκυρα, η οποία έθετε ανενόχλητη τις απαράδεκτες – και εκτός Διεθνούς Δικαίου – μονομερείς διεκδικήσεις της. Οταν είχα ρωτήσει κάποτε έναν αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα, που γνώριζα ότι είχε, παρόλα αυτά, φιλελληνικά αισθήματα, γιατί το κάνουν, μου είχε απαντήσει: «Πρέπει να ξέρεις ότι η καρδιά μας είναι με την Ελλάδα, αλλά τα συμφέροντά μας με την Τουρκία». Και νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Τώρα τα αμερικανικά αυτά συμφέροντα πληρώνουν και οι δυστυχείς Κούρδοι, τους οποίους πρόδωσε ο Τραμπ και τους άφησε έρμαιο των εκδικητικών τουρκικών διαθέσεων. Μια ακόμα αναμενόμενη αιματηρή εξέλιξη στην ταλαίπωρη αυτή περιοχή.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι δεν είναι σημαντική η συμφωνία για τον αγωγό της Ανατολικής Μεσογείου που συνήφθη με την Κύπρο και το Ισραήλ.
Μόνο που στο γενικότερο περίπλοκο ενεργειακό παιχνίδι της εξαιρετικά ευαίσθητης αυτής περιοχής δεν μπορεί τελικά να αγνοηθεί το πραγματικό γεγονός ότι η Τουρκία, είτε μας αρέσει είτε όχι, διαθέτει τη μεγαλύτερη έκταση ακτογραμμής, και αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αν τελικά καταλήξουμε σε μια συνολική διευθέτηση, η οποία θα είναι και η μόνη δυνατή εγγύηση για μια ειρηνική εξέλιξη. Για να συμβεί όμως αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρξει επιτέλους από την ελληνική πλευρά η διάθεση για μια σοβαρή και συγκροτημένη εξωτερική πολιτική, μακριά από την αντίληψη της εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και των επαναλαμβανόμενων εθνικοπατριωτικών κραυγών. Μια αντίληψη που όπως έδειξαν τα τελευταία γεγονότα ουδέν απέδωσε.