Τώρα που μόλις πέρασε 50ή επέτειος του Πολυτεχνείου, να πω ότι μου αρέσει να διαβάζω τα επετειακά αφιερώματα για έναν λόγο: όσο απομακρυνόμαστε από τη χρονιά του 1973, όταν και όλα συνέβησαν, τόσο περισσότερο κυριαρχεί η ερώτηση για το τι πραγματικά έγινε. Αυτό που μάθαμε να λέμε «το Πολυτεχνείο» εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε ένα είδος εθνικού μυστηρίου. Το μυστήριο εν προκειμένω δεν έχει να κάνει με το ίδιο το γεγονός και τους πρωταγωνιστές του: ακόμα δεν έχουμε ζήσει ημέρες παράνοιας που να αμφισβητείται και αυτό καθαυτό το γεγονός – δεν αποκλείω κάποτε να γίνει και τούτο, ειδικά αν η ακροδεξιά ρητορική δυναμώσει κι άλλο.
Το μυστήριο αφορά το γιατί έγιναν όλα, το πώς και από ποιους προετοιμάστηκαν, το ποιος την εξέγερση τη στήριξε και ποιος πήρε αποστάσεις. Αλλά και το πόσο αυθόρμητα υπήρξαν όλα και τι αποτέλεσμα τελικά είχαν. Αυτά άρχισαν ξαφνικά να ενδιαφέρουν – κυρίως γιατί οι απαντήσεις πενήντα χρόνια μετά διαφέρουν.
Κάθε χρόνο εμφανίζονται κάποιοι που είτε το έζησαν ως γεγονός «το Πολυτεχνείο» είτε το μελέτησαν ως ερευνητές εκ των υστέρων και προσπαθούν να το φωτίσουν. Με τον καιρό προκύπτουν νέες εξηγήσεις και νέες εκδοχές μιας ιστορίας που, διάβολε, δεν διαδραματίστηκε διακόσια χρόνια πριν ώστε η έρευνά της να είναι δύσκολη, αλλά μόλις πενήντα. Κι όμως, αυτό κυρίως είναι το οποίο στην προκειμένη περίπτωση μεγαλώνει τα ερωτηματικά: το ότι υπάρχουν μνήμες και ζουν ακόμα πολλοί από όσους ήταν στο Πολυτεχνείο μεγαλώνει τον μύθο. Δεν υπάρχει ανάγκη από μαρτυρίες, αλλά από εξηγήσεις. Και η ανάγκη μιας εξήγησης καθιστά οτιδήποτε ενίοτε και μυστηριώδες.
Πότε ξεκίνησε να βρίσκεται τις ημέρες της επετείου στο επίκεντρο η ερώτηση τι έγινε στο Πολυτεχνείο είναι δύσκολο να το προσδιορίσει κανείς. Οχι πάντως στα πρώτα χρόνια των μεταπολιτευτικών εορτασμών του. Τότε όλοι ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν τι έγινε στο Πολυτεχνείο και απλώς κάποιοι αναζητούσαν το περίφημο νόημά του, φέρνοντας συνήθως την ιστορία στα μέτρα των πολιτικών πιστεύω τους. Ομως είναι άλλο πράγμα το πολιτικό νόημα (το οποίο συχνά το μπλέκουμε με το μήνυμα, που είναι κάτι άλλο…) και άλλο η αναζήτηση του τι συνέβη: αυτή αρχίζει να εμφανίζεται στην επικαιρότητα πολλά χρόνια μετά. Πότε; Ισως να κάνω λάθος, αλλά νομίζω πως προέκυψε όταν άρχισε να αμφισβητείται η ίδια η προσφορά της γενιάς του Πολυτεχνείου στη χώρα.
Η γενιά του Πολυτεχνείου είναι σαφώς η πιο παράξενη γενιά της ελληνικής Ιστορίας. Πρώτα από όλα είναι δύσκολο να προσδιορίσεις τον όρο: για ένα μεγάλο διάστημα ως «γενιά του Πολυτεχνείου» χαρακτηρίζονταν όσοι όντας εκεί τον Νοέμβριο του 1973 θεμελίωσαν πολιτικές καριέρες. Με τον καιρό, ως «γενιά του Πολυτεχνείου» άρχισαν να χαρακτηρίζονται όσοι ήταν παρόντες και έξω από αυτό και όσοι αργότερα πήραν μέρος στις μεγάλες μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις.
Για χρόνια, το να ανήκεις στη «γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν κάτι σαν τίτλος μεταπτυχιακού που έβαζες στο βιογραφικό σου: όλοι ήθελαν να ήταν στο Πολυτεχνείο. Εχω μάλιστα ακούσει τόσους να δηλώνουν πως ήταν εκεί, που με πρόχειρους υπολογισμούς φτάνω στο συμπέρασμα ότι όσοι ήταν μέσα ήταν περισσότεροι από όσους ήταν απέξω – πράγμα που φυσικά δεν ισχύει. Μετά ήρθαν τα χρόνια της χρεοκοπίας, η εποχή των μνημονίων και του εμφυλίου των πληκτρολογίων και το πράγμα άλλαξε δραστικά. Η κακόμοιρη η «γενιά του Πολυτεχνείου» έγινε η υπεύθυνη του εθνικού δράματος. Οι χθεσινοί ήρωες έγιναν οι τωρινοί ξεπουλημένοι, το «έκανα αντίσταση στη Χούντα» άρχισε να αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις: οι ακροδεξιοί που πλήθαιναν ρωτούσαν «γιατί», οι ριζοσπάστες αγανακτισμένοι περίμεναν να πετάς πέτρες στα ΜΑΤ, αλλιώς το παρελθόν σου το είχες προδώσει.
Η «γενιά του Πολυτεχνείου» αποθεώθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε, αλλά στις δικές της περιπέτειες δεν υπάρχει κανένα μυστήριο – μυστήριο άρχιζε να σκεπάζει το ίδιο «το Πολυτεχνείο». Οχι γιατί ήταν και είναι πολλοί αυτοί που το διεκδικούν ως δικό τους, αλλά γιατί είναι πλέον πολλοί αυτοί που δεν το έζησαν και αναζητούν την αλήθεια του. Πιστεύοντας πως, όπως σε όλες τις ελληνικές ιστορίες, κάτι υπάρχει που ακόμα δεν ξέρουμε.
Οφείλω να πω πως εξ αρχής το πράγμα είχε μια ωραία διάσταση πολιτικού θρίλερ από αυτά που αρέσουν. Δεν βασίστηκε σε κάποιου τύπου συνεργασία κομματικών δυνάμεων. Δεν είχε συγκεκριμένους αρχηγούς και ηγέτες. Κάποια γεγονότα, όπως το περίφημο χαμένο φύλλο της «Πανσπουδαστικής», βοηθούσαν ώστε να υπάρχουν ερμηνείες που οδηγούσαν σε αντιπαραθέσεις και διαφορετικές αφηγήσεις. Επίσης, τα όποια πολιτικά αποτελέσματα της φοιτητικής εξέγερσης δεν υπήρξαν άμεσα: δεν έπεσε η Χούντα εκείνο το βράδυ ώστε οι διαδηλώσεις να ολοκληρωθούν με ένα μεγάλο πάρτι και δεν ορκίστηκε την επομένη κάποιου είδους κυβέρνηση που έφερε ξανά τη δημοκρατία ώστε να υπάρχει ένα λυτρωτικό χάπι εντ. Μια ιστορία χωρίς άμεσο τέλος, όπως ήταν «το Πολυτεχνείο», άφησε περιθώρια για αφηγήσεις χωρίς άμεσο τέλος.
Κι αυτό είναι που μεγάλωσε αρχικά τον μύθο και στη συνέχεια το μυστήριο. Ολα έγιναν όπως οι πρωταγωνιστές τα αφηγούνται, αλλά όποιος τις ιστορίες ακούει ενδιαφέρεται για το παρασκήνιό τους και απαιτεί πλέον, ειδικά τις ημέρες πριν και μετά την επέτειο, να ακούσει κάτι που θα ικανοποιήσει τη φαντασία του. Οποιος έχει επενδύσει σε κατά κανόνα αστοιχείωτες εξηγήσεις τού τι έγινε βάζοντας στην αφήγηση μυστικές υπηρεσίες (ντόπιες και ξένες), πολιτικές εκτιμήσεις επιφανών ανδρών της εποχής που δεν δικαιώθηκαν, ακροδεξιές μπούρδες για δήθεν μεγάλες σκηνοθεσίες των περιστατικών που έγιναν εκ των υστέρων και άλλα τέτοια πολλά, κατάφερε να φτιάξει ένα μυστηριώδες «Πολυτεχνείο» που χρειάζεται έρευνα.
Δεν ξέρω αν όλη αυτή η παράξενη θολούρα και η ανάγκη για ερμηνείες, εξηγήσεις και αποκαλύψεις προέκυψε τυχαία: είναι το πιθανότερο. Αυτό που ξέρω είναι ότι θα ήταν πολύ καλύτερα κανένα μυστήριο να μην υπήρχε. Θα ήταν επίσης πολύ καλύτερα να μην υπήρχε καμία ανάγκη να απαντηθεί η ερώτηση «τι έγινε;».Εννοώ να ξέραμε όλοι κάθε πτυχή της ιστορίας. Σε αυτή την περίπτωση, «το Πολυτεχνείο» θα ήταν μια γιορτή που θα μας θύμιζε ότι η δημοκρατία μας έχει κόστος – και μεγάλο μάλιστα. Αλλά με τη βεβαιότητα που κουβαλάμε πως η ιστορία της χώρας μας γράφεται από σκοτεινά κέντρα, αμφιβάλλω αν μια τέτοια γιορτή πραγματικά θα τη θέλαμε…