Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κυρία Κριστίν Λαγκάρντ βρέθηκε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, όπου συνήλθε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωτράπεζας προκειμένου να αξιολογήσει τις τρέχουσες νομισματικές και οικονομικές συνθήκες στη χειμαζόμενη Γηραιά Ηπειρο και να αποφανθεί αν θα επιμείνει στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων.
Περιττό να σημειώσουμε ότι οι ομοτράπεζοι της κυρίας Λαγκάρντ εδώ και 18 μήνες αντιμετωπίζουν τα μεταπανδημικά και μεταπολεμικά πληθωριστικά κύματα νομισματικής φύσεως φαινόμενα και για τούτο αυξάνουν συνεχώς τα επιτόκια και δι’ αυτών το κόστος του χρήματος με την ελπίδα να περιορίσουν τη ζήτηση και να ελέγξουν το πληθωρισμό.
Η διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει κατηγορηθεί όλους τους προηγούμενους μήνες ότι υπεραντιδρά, ότι επιμένει δογματικά στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων παρότι έχει στη διάθεσή της στοιχεία που βεβαιώνουν ότι τα πληθωριστικά κύματα δεν προέρχονται από την υπερβάλλουσα ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, παρά από τη ζώνη της προσφοράς.
Στον καιρό της πανδημίας ήταν η γενικευμένη διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προκάλεσε το πρώτο κύμα πληθωρισμού. Και αργότερα ήταν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τα εμπόδια που όρθωσε στη διανομή δημητριακών και ενεργειακών αγαθών που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αποδεδειγμένα λοιπόν τα πληθωριστικά κύματα προέκυψαν από ελλείψεις στο σκέλος της προσφοράς και όχι από υπερβολές στο σκέλος της ζήτησης. Διατηρούμενη δε επί μακρόν η πολιτική των υψηλών επιτοκίων και του ακριβού χρήματος ήλθε με τη σειρά της να τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Η αύξηση του κόστους του χρήματος ενίσχυσε την πολιτική υψηλών τιμών από τα ισχυρά διεθνικά γκρουπ των καυσίμων, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα το αυξημένο κόστος να μεταφερθεί σε όλον των κύκλο των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την παραγωγική αλυσίδα. Αυτή τη σχέση άλλωστε αποδεικνύει και ο εμφανισθείς πληθωρισμός κερδών και υπερκερδών παγκοσμίως. Με άλλα λόγια ο τρέχων πληθωρισμός δεν είναι αποτέλεσμα της νομισματικής κυκλοφορίας, ούτε της περιορισμένης όπως απεδείχθη αύξησης των αμοιβών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Το δυστύχημα είναι ότι η συνεχής άνοδος των επιτοκίων έπληξε κυρίως τις ασθενέστερες των επιχειρήσεων και δη τις υπερδανεισμένες που έφθασαν να δουλεύουν για τις ασύδοτες τράπεζες οι οποίες βρήκαν την ευκαιρία να βγάλουν τα σπασμένα εκτινάσσοντας τα επιτόκια μεταξύ 6% και 6,5%, διατηρώντας ταυτόχρονα τις διαφορές από τα επιτόκια καταθέσεων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σε 6% και 6,5% τα επιτόκια χορηγήσεων αλλά στη ζώνη του 0,3% μέχρι 1,5% τα επιτόκια καταθέσεων, ανάλογα με τον χρόνο δέσμευσής τους.
Εμφανέστατα η μονομέρεια της πιστωτικής πολιτικής δεν έχει προηγούμενο. Κάτι λοιπόν δεν μετράτε σωστά και δεν κάνετε καλά, αγαπητή κυρία Λαγκάρντ. Αν συνεχίσετε έτσι θα εγερθούν άπαντες, δανειολήπτες και αποταμιευτές. Και τότε πάλι θα ζητάτε, ανεπίτρεπτες για εσάς, κρατικές διασώσεις.