Ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο πολιτικός ανταγωνισμός εν όψει των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επικεντρώνεται κυρίως στις αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων για την πορεία και τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην Ελλάδα, έντεκα μόλις μήνες μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023, τα διακυβεύματα των ευρωεκλογών έχουν πλήρως «εθνικοποιηθεί», με το σύνολο των κομμάτων να συμφωνεί ότι η αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου θα αποτελέσει ορόσημο για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Είτε επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος. Είτε καθιστώντας αναπόφευκτη την αμφισβήτησή της.
Αν όχι από τα κόμματα της επίσημης κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, των οποίων η εικόνα εξακολουθεί να πάσχει από έλλειψη κυβερνησιμότητας, σίγουρα πάντως από την κοινωνική αντιπολίτευση που εντείνεται διαρκώς μαζί με τη δυσφορία των εκτός του νυμφώνος της εξουσίας αποκλεισμένων πολιτών, χωρίς να ικανοποιείται από το είδος και την ποιότητα της ασκούμενης αντιπολίτευσης, ούτε από τις ανταγωνιστικές προσφορές που καταθέτουν τα κόμματα που ανήκουν σε αυτή.
Ετσι, άλλωστε, εξηγείται και η ιστορικά παράδοξη αντοχή που εδώ και πολλά χρόνια επιδεικνύει η κυβερνώσα παράταξη στη φθορά της εξουσίας και μάλιστα σε πείσμα των κραυγαλέων ατοπημάτων που συχνά διαπράττει. Σημειωτέον ότι μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές η αντοχή αυτή άρχισε να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικού φαινομένου μιας νέας εποχής. Γιατί σε μια νέα εποχή ασφαλώς ανήκει, για παράδειγμα, το φαινόμενο της νεοδημοκρατικής εκλογικής και ιδεολογικής επέλασης στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά και ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές του πληθυσμού της.
Μπορεί να αλλάξει κάτι που δεν άλλαξε μέσα στις τριάντα πέντε ημέρες που υπολείπονται μέχρι το άνοιγμα της κάλπης των ευρωεκλογών;
Με τις ταχύτητες με τις οποίες πλέον μεταβάλλεται η πολιτική ζήτηση σε μια απορρυθμισμένη πολιτική αγορά, όπου το εκλογικό εκκρεμές έχει πάψει να αιωρείται μεταξύ των πάλαι ποτέ ισχυρών πόλων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, θεωρητικά καμία έκπληξη δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πολύ δε περισσότερο που τον τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών θα έχει η συγκυρία κάτω από την οποία θα λάβουν τις τελικές τους αποφάσεις οι κρίσιμες μάζες των μετακινούμενων και στρατηγικά σκεπτόμενων ψηφοφόρων.
Γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά πόσο ευμετάβλητη μπορεί να αποδειχθεί για ακόμα μια φορά η συγκυρία και πόσο εύκολα μπορεί να την αλλάξει ακόμα και ένα απρόσμενο αστυνομικό συμβάν. Οπως εξίσου καλά γνωρίζουμε ότι ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του εκλογικού σώματος περιμένει την τελευταία στιγμή για να ασχοληθεί με τα εκλογικά διακυβεύματα και να αποκρυσταλλώσει τις εκλογικές του προτιμήσεις.
Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι πώς θα εκτονωθεί η πίεση που ασκούν στα μεσοστρώματα, και όχι μόνο, η αυξανόμενη κοινωνική και επαγγελματική ανασφάλεια καθώς και η απώλεια μεγάλου μέρους της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Ούτε γνωρίζουμε πώς θα συμπεριφερθούν οι αρκετοί ψηφοφόροι που δεν εμπιστεύονται πια κανένα κόμμα ή πολιτικό αρχηγό, ούτε πού θα σταματήσουν οι διαρροές προς τα δεξιότερα της ΝΔ αντισυστημικά πολιτικά σχήματα, ούτε πώς θα κατανεμηθεί η αδιευκρίνιστη ψήφος, τα ποσοστά της οποίας παραμένουν ασυνήθιστα υψηλά.
Το κυριότερο είναι ότι δεν γνωρίζουμε το κρισιμότερο: το ποιο, δηλαδή, θα είναι το εκλογικό σώμα που θα συμμετάσχει τελικά στην εκλογική διαδικασία, αξιοποιώντας έστω τη δυνατότητα που προσφέρει η καθιέρωση της επιστολικής ψήφου.
Το διακύβευμα της αποχής είναι, όμως, αυτό που θα κρίνει εν πολλοίς το εκλογικό αποτέλεσμα. Στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση η αποχή άρχισε να μειώνεται από τότε που το σοκ του Brexit συνέβαλε στη μαζική συνειδητοποίηση των κινδύνων που απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα με την ανάφλεξη των πολέμων στην ευρωπαϊκή γειτονιά. Οχι όμως στην Ελλάδα.
Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής.