Το τελευταίο διάστημα, η δημόσια συζήτηση τείνει να εξαντλείται στις πιθανές αλλαγές συσχετισμών στο κομματικό μας σύστημα. Ετσι, όμως, γίνεται ρηχή και μένει στο επιφαινόμενο, αποκρύπτοντας τη βαθύτερη κίνηση των τεκτονικών πλακών της δημοκρατίας μας. Τι βρίσκεται στο υπόστρωμα της σημερινής θερμής κοινωνικής συγκυρίας;

Μια συνολική αμφισβήτηση των θεσμών. Δεν είναι η πρώτη φορά που μιλάμε για κρίση εμπιστοσύνης. Ομως τώρα αποκτά χαρακτήρα επείγοντα, καθώς οι ενδείξεις είναι πολλές και σωρευτικές. Εάν η εμπιστοσύνη προς θεμελιώδεις θεσμούς της πολιτείας μας διαρρηγνύεται, μήπως αυτό σημαίνει ότι τίθεται σε αμφισβήτηση το κοινωνικό συμβόλαιο που είχαμε συνάψει και διαρκώς ανανεώναμε από τη Μεταπολίτευση;

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες εδώ και πάνω από δύο χρόνια είχε εγκατασταθεί στην κορυφή, με μεγάλη διαφορά από το επόμενο, το ζήτημα της οικονομίας και της ακρίβειας. Ασφαλώς, ως συνέπεια της πληθωριστικής κρίσης, που στην Ελλάδα απέκτησε ενδογενή χαρακτηριστικά και απομειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα η απόσταση αυτή έχει μειωθεί, καθώς βρίσκουμε πλέον αυξημένες αναφορές στην «κρίση θεσμών». Εάν λοιπόν μέχρι τώρα η μεγάλη εικόνα επέτρεπε έναν οικονομικό αναγωγισμό («it’s the economy, stupid»), τώρα γίνεται πιο σύνθετη. Δίπλα στις υλικές συνθήκες της ατομικής ζωής μπαίνουν και οι θεσμικές προϋποθέσεις του συλλογικού βίου.

Ας δούμε δύο θεμελιώδεις δείκτες. Ο δείκτης πολιτικής εμπιστοσύνης μετρά σε μια κλίμακα 0-10 το πόσο εμπιστευόμαστε τον κατ’ εξοχήν θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: το κοινοβούλιο. Ο δείκτης αυτός παίρνει διαχρονικά χαμηλές τιμές, αλλά σήμερα η μέση τιμή του βρίσκεται στο 3,3 – όχι μόνο «κάτω από τη βάση», αλλά σε επίπεδα που θυμίζουν τη δεκαετία της κρίσης, καθώς ο ίδιος δείκτης βρέθηκε τελευταία φορά σε εξίσου χαμηλό επίπεδο στη φάση της κυβερνητικής αλλαγής του 2019 (3,1).

Το 52%, δηλαδή 1 στους 2, δηλώνει χαμηλά επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης (0 έως 3), στοιχείο που έχει πολιτικό και δημογραφικό πρόσημο: η χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη εντείνεται από το Κέντρο και προς τα αριστερά – κεντροαριστερά στις νεότερες γενιές (62% στους Millennials και 58% στην κατ’ εξοχήν γενιά της κρίσης, την Gen X), στους πιο επισφαλείς μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (64%) αλλά και στην εργατική τάξη (69%).

Ο αντίστοιχος δείκτης κοινωνικής εμπιστοσύνης καταγράφει σήμερα μέση τιμή 5,6 και με ένα 42% να δηλώνει υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στον διπλανό του. Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, η ελληνική εμφανίζει χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής εμπιστοσύνης, ωστόσο ο δείκτης αυτός διατηρείται «πάνω από τη βάση» σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της κρίσης – και πάντως δεν επιδεινώνεται σήμερα. Ετσι, σε μια κοινωνία σε αναταραχή, στην οποία περίπου 1 στους 2 αισθάνεται «εκτός των τειχών», μοιάζει να περιμένουμε περισσότερα ο ένας από τον άλλο παρά από το πολιτικό και θεσμικό μας σύστημα.

Ας δούμε και τι συμβαίνει σε μια σειρά θεσμών σημαντικών για την κοινωνική συνοχή. Σε μια κλίμακα εμπιστοσύνης 1-5, ξεχωρίζουν οι Ενοπλες Δυνάμεις με 59% υψηλή εμπιστοσύνη (4+5) και μόνο 17% χαμηλή (1+2), όντας και οι μόνες με θετικό ισοζύγιο (υψηλή – χαμηλή εμπιστοσύνη: +42 μονάδες). Δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς αποτελούν έναν μη διαιρετικό θεσμό, που παραδοσιακά βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις εμπιστοσύνης μαζί με την οικογένεια – πολλώ μάλλον σήμερα σε μια φάση γενικευμένης γεωπολιτικής αναταραχής.

Ακολουθούν με 32% υψηλή εμπιστοσύνη η Αστυνομία και η Εκκλησία (αλλά με αρνητικό ισοζύγιο -12 και -13 αντίστοιχα), με 22% οι Ανεξάρτητες Αρχές (-24) και με 20% η Δικαιοσύνη (-37). Στις τελευταίες θέσεις συναντάμε τις τράπεζες με 14% (-52) και τα ΜΜΕ με 8% (-67).

Στη διαχρονική εικόνα, συγκρίνοντας αυτή τη μέτρηση με την αντίστοιχη στην έρευνα «Τι πιστεύουν οι Ελληνες – 2024» (διαΝΕΟσις/Metron Analysis) και σε πρόσφατη έρευνα για το κράτος δικαίου (Ινστιτούτο Α. Τσίπρα, Ιανουάριος 2025), φαίνεται ότι οι θεσμοί «προστασίας» διατηρούν σταθερά επίπεδα εμπιστοσύνης (Ενοπλες Δυνάμεις περί το 60%, Αστυνομία και Εκκλησία λίγο πάνω από 30%). Τα ΜΜΕ παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (8%), όπως και οι τράπεζες, παρά μια ελαφρά βελτίωση από το 12% το 2024 στο 14% σήμερα.

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές, ένας θεσμός ελέγχου της εξουσίας, σημειώνουν αύξηση συγκριτικά με το 2024, από 18% σε 22%. Αντίθετα, η Δικαιοσύνη, επίσης θεσμός-«αντίβαρο», εμφανίζει σταθερή κάμψη από 24% το 2024 σε 22% τον Ιανουάριο 2025 και 20% τώρα. Μια πορεία όχι άσχετη από το γεγονός ότι βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα» της γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης. Μάλιστα, το ισοζύγιο υψηλής – χαμηλής εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη εμφανίζει μια επίσης εύγλωττη κάμψη: -20 μονάδες το 2024, -29 τον Ιανουάριο 2025, -37 σήμερα. Ας προσπαθήσουμε τώρα να συσχετίσουμε τα επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης με τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.

Η εμπιστοσύνη στους επτά αυτούς θεσμούς αυξάνεται πάντα σε όσους αισθάνονται υψηλή πολιτική εμπιστοσύνη και μειώνεται σε όσους διέπονται από αισθήματα χαμηλής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Για παράδειγμα, ενώ συνολικά η εμπιστοσύνη προς τις Ενοπλες Δυνάμεις κινείται στο 59%, σε όσους αισθάνονται υψηλή πολιτική εμπιστοσύνη ανεβαίνει στο 87%, αλλά σε όσους αισθάνονται χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη πέφτει στο 46%. Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις.

Η ψαλίδα όμως ανοίγει περισσότερο στην περίπτωση της Δικαιοσύνης: εκείνοι που νιώθουν υψηλή πολιτική εμπιστοσύνη εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη κατά 62%, ενώ όσοι αισθάνονται χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη την εμπιστεύονται μόλις κατά 6% – μια διαφορά 56 μονάδων.

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ιδίως στην περίπτωση της Δικαιοσύνης διασταυρώνεται η κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης με την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Σε ένα τόσο εύθραυστο έδαφος, όπου θεμελιώδεις θεσμοί αδυνατούν να συγκεντρώσουν συναίνεση και υψηλή εμπιστοσύνη, μοιάζει να αμφισβητείται το κοινωνικό συμβόλαιο που διέπει την κοινή μας συμβίωση και της προσδίδει συνοχή. Ας αφήσουμε ανοιχτό το ερώτημα μήπως είναι καιρός να ξαναγραφεί.

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, επικεφαλής πολιτικής & κοινωνικής έρευνας Metron Analysis.