Το μόνο που θέλω από τα Χριστούγεννα είναι να έχω εσένα. «All I want from Christmas is youuuuuu…». Το you σε κορόνα. Ενα μακρύ, πολύ μακρύ, «ου», από κάτω πιάνο και κουδουνάκια. Τα ακούς και σε πιάνουν Χριστούγεννα, κάπως αυτόματα, αντιδράει το σώμα, παβλοφικά. Τα ακούς και αρχίζεις να τρέχεις στις κυλιόμενες. Να προλάβεις, όχι ότι ξέρεις και εντελώς τι.

Ψώνια, οικογένεια, πιθανότητες θαλπωρής, τις διπλοβάρδιες πριν κλείσει η χρονιά, τα μηνύματα σε φίλους και γνωστούς, τις σταφίδες για τη γαλοπούλα, τη δίαιτα πριν αρχίσουν τα μελομακάρονα, τα μελομακάρονα πριν αρχίσει η δίαιτα, τον απολογισμό που χρωστάς – ούτε που θυμάσαι που τον χρωστάς αυτόν, αλλά από δουλειά, νοσοκομείο, τράπεζα ως Instagram και Spotify, όλοι απολογισμό της χρονιάς περιμένουν –, το πού θα πας και τι δώρο θα πάρεις για εκεί που θα πας και το ότι κάνεις όλες αυτές τις σκέψεις επειδή έχεις το προνόμιο να τις κάνεις – ακριβώς δηλαδή γιατί έχεις την πολυτέλεια να μην είσαι κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο, να μην είσαι σε μια βάρκα στη Μεσόγειο, σε ένα κέντρο κράτησης ή χωρίς νερό σε μια ισοπεδωμένη πόλη.

Καθώς όλα αυτά περνούν και ξαναπερνούν σαν αστραπή από το μυαλό σου, η Μαράια Κάρεϊ εκεί, να ξαναξεκινάει την αλυσίδα των αυτοματοποιημένων αντιδράσεων. «All I want from Christmas is youuuuu…». Συνειδητοποιείς ότι είναι καιρός, εβδομάδες τώρα, που το ακούς. Εβδομάδες τώρα είναι που τα ραδιόφωνα έχουν μείνει να παίζουν τραγούδια-για-Χριστούγεννα-γραμμένα.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα ένα συγγενικό μου πρόσωπο να στολίζει πολύ νωρίς, από Νοέμβρη, το σπίτι για γιορτές. Μου είχε φανεί περίεργο, μια κίνηση μελαγχολίας, αν όχι απόγνωσης. Τώρα καταλαβαίνω. Είναι άλλωστε πλέον ένα διεθνές φαινόμενο. Γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, μάλλον αποχριστιανικοποιημένα και με παγκοσμιοποιημένη φόρα, όλο και πιο νωρίς. Στην Αμερική έχει γίνει ανέκδοτο, πλέον «ξεπαγώνουν τη Μαράια» (κι εκείνη την κορόνα στο «all I want is youuuuuu») από την 1η Νοεμβρίου. Αστείο που, βεβαίως, αυτοσαρκαστικά αναπαράγει και η ίδια η αμερικανίδα τραγουδίστρια, κυκλοφορώντας βιντεάκια του εαυτού της σε τεράστιες παγοκολόνες που σπάνε σιγά-σιγά καθώς αρχίζει να τραγουδάει εκείνο το μακρύτατο «θέλω εσέναααα….».

Ενας συνδυασμός εμπορικών πρακτικών, αλλαγής συνηθειών και αστικού προγραμματισμού έχει οδηγήσει σε αυτή την προς τα πίσω επέκταση των γιορτών, έγραφε το σχετικό ρεπορτάζ της γαλλικής εφημερίδας Monde. Τα πολυκαταστήματα (στην ιστορία των οποίων οφείλουμε εν πολλοίς τη συγκεκριμένη «εμπορευματικοποίηση» των γιορτών από το 19ο αι. και εξής) πλέον ξεκινούν επισήμως τις γιορτές με τις εκπτώσεις της «Black Friday». Καθώς το αμερικανικό εκπτωτικό έθιμο επεκτείνεται παγκοσμίως μέσω και των πολυεθνικών διαδικτυακών καταστημάτων, δημιουργείται εκ των πραγμάτων και αυτή η πρωτόγνωρη επιμήκυνση των γιορτών.

Ετσι η μεγάλη περίοδος, από τον Νοέμβρη ως τον Γενάρη, που ήταν για το βόρειο ημισφαίριο διάσπαρτη με πολλές αλλά διαφορετικές χειμερινές γιορτές σε κάθε κουλτούρα, πλέον ενοποιείται παντού κάτω από την ομπρέλα μιας μακράς περιόδου Χριστουγέννων. Οι πόλεις στολίζονται νωρίτερα, τα έλατα κόβονται και πουλιούνται από τον Νοέμβριο, τα ειδικά μαγαζάκια στήνονται κάθε φορά μία βδομάδα πιο πριν κ.λπ. Το ότι την περίοδο της COVID-19 αυτός ο «υπερχριστουγεννιατισμός» συνέβη και γιατί δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε συνέτεινε και σε μια γενικότερη αλλαγή συνηθειών που μας έμεινε.

Υπάρχει όμως, νομίζω, και κάτι πιο βαθύ που μας κάνει να αναζητούμε αυτή την περίοδο όλο και περισσότερο, αν και όλο και πιο μηχανικά. Αφενός η νοσταλγία. Αυτή η πολύ «χριστουγεννιάτικη» αίσθηση της επιστροφής. Οτι τα Χριστούγεννα πάντα κάπου γυρίζεις – στην παιδική ηλικία, σε οικογένεια, σε στιγμές γενεσιουργές, σε μυρωδιές και γεύσεις, στη χειμερινή φύση, σε σπίτια, σε ανθρώπους, σε πράγματα που έχεις ή δεν έχεις πια.

Πώς το λέει το τραγούδι, «της σιγουριάς τα υλικά»: τούτη η εποχή στο μυαλό μας με αυτή τη συνταγή είναι φτιαγμένη. Κι ας μην υπάρχει η σιγουριά, κι ας γεμίζει το οικογενειακό τραπέζι από φωνές, κι ας καταστρέφεται το φυσικό τοπίο, κι ας φυσικοποιούνται η βία και η γενοκτονία, κι ας καταλήγει η φτωχοποίηση να δείχνει περισσότερο τι δεν μπορείς παρά τι μπορείς να κάνεις στις γιορτές, κι ας σε πιάνει κάθε φορά τόσο άγχος για αυτή την «επιστροφή» που να καταλήγει δώρο άδωρο.

Αφετέρου, αυτή η αίσθηση ενός κόσμου «άλλου». Οτι δηλαδή Χριστούγεννα σημαίνει πως μπαίνεις κάπου, κλείνεις μια πόρτα και ο έξω κόσμος παύει να υπάρχει, ότι είσαι σε έναν κόσμο πια εντελώς δικό σου, μια μπάλα αυτοαναφορικότητας που όσα, όσες κι όσους περικλείει είναι «οι δικοί σου».

Οτι, έστω για λίγο, είναι μόνο αυτά, ότι δεν νιώθονται τα υπόλοιπα και ο κόσμος δεν υπάρχει. Κάτι καλύτερο από μοναξιά, κάτι αντίθετο από «Εξοδος Κινδύνου», η πόρτα που ανοίγει προς τα Χριστούγεννα συνδέεται με την πίστη ότι μπορείς ακόμα να επινοείς έναν εσωτερικό τόπο όπου όλα να συμβαίνουν αλλιώς. Συνθήκη που περιέχει, ως εκ τούτου, μια οφθαλμαπάτη, μια ήττα και μια ελπίδα.

Γιατί, σίγουρα, αυτό το σύννεφο, όσο κι αν ξεχειλώνεται, δεν κρατάει πολύ – κάποια στιγμή θα ξανακοιτάξεις τον κόσμο πάλι έξω, θα έρθει αυτή η στυφή γεύση μετά τη γιορτή. Κι όμως μαζί θα έχει μείνει η αίσθηση από τούτη την τρομερή επινόηση, την τρομερή μας επιμονή. Οτι όσο γύρω κύματα πελώρια, υπάρχει ακόμα αυτή η επιθυμία, αυτή η ανάγκη, αυτή η δύναμη να επινοούμε κάτι καλύτερο και να φανταζόμαστε πως κάπως, τώρα αυτή τη στιγμή, το καινούργιο κάπου γεννιέται.

Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.