Γιατί τόσοι άνθρωποι ένιωσαν ξαφνικά και ταυτόχρονα ότι δεν έχουν οξυγόνο; Στα έξι χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη έχουν μαζευτεί πολλά, η συνεχιζόμενη οικονομική δυσπραγία, το κράτος που συντηρεί αυτάρεσκα τις παθογένειές του, η χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στο πολιτικό σύστημα. Αλλά γιατί να ψάχνουμε αλλού τις αιτίες; Τα ίδια τα Τέμπη αρκούν, ως συμπύκνωση κάθε κακού που διαιωνίζεται. Είχαν προηγηθεί το Μάτι και η Μάνδρα και τέτοιος μαζικός ξεσηκωμός δεν έγινε, ίσως γιατί υπήρχε ακόμα η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει.
Τα Τέμπη έδειξαν ότι το πολιτικό σύστημα δεν αλλάζει από μόνο του, επειδή είναι εγκλωβισμένο μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Το αμνιακό υγρό της εξουσίας περιέβαλε και αποκοίμισε το σημερινό Μέγαρο Μαξίμου, όπως συνέβη ξανά στο παρελθόν με άλλους ενοίκους του, και ο Πρωθυπουργός θεώρησε ότι με τη συνηθισμένη επικοινωνιακή διαχείριση θα μπορούσε: Να περιλάβει ξανά στα ψηφοδέλτια της ΝΔ τον παραιτημένο υπουργό, και άρα απαλλαγμένο από ποινικές ευθύνες (;), Κώστα Καραμανλή. Να επιτρέψει να διεξαχθεί μια εξεταστική επιτροπή προσβολή στο αίσθημα δικαίου προκειμένου να μην αγγιχθούν στελέχη του κόμματός του. Να θεωρήσει ότι το 41% των εκλογών του 2023 ξέπλυνε το στίγμα της κυβέρνησής του. Εκανε, προφανώς, λάθος.
Ολα αυτά και η έλλειψη συναίσθησης με την οποία αντιμετώπισε η κυβέρνηση τη συγκλονιστική τραγωδία, το γεγονός ότι δεν έφερε τα πάνω κάτω στον σιδηρόδρομο, ότι δύο χρόνια μετά δεν μπορούν να δοθούν καθαρές και οριστικές εξηγήσεις γιατί χάθηκαν και καταστράφηκαν κρίσιμα στοιχεία, ότι το κράτος δεν είναι αξιόπιστο, έβγαλαν τον κόσμο στον δρόμο στις μαζικότερες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης. Την Παρασκευή η κυβέρνηση συγκρούστηκε μετωπικά με την κοινωνία και η σύγκρουση προετοιμάστηκε όχι από τους αντιπάλους της, αλλά από τους υποστηρικτές της.
Από αυτούς κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όχι από τους αντιπάλους του. Οι δικοί του ήταν εκείνοι που ξεσάλωσαν στο Διαδίκτυο βγάζοντας αντι-αφίσες, τραμπουκίζοντας όσους διατύπωναν μη «εγκεκριμένες» απόψεις, λοιδορώντας τους «εργαλειοποιημένους» συγγενείς, προτρέποντας τους «συναγωνιστές» τους να αντιδρούν με οργή όταν ακούν για συγκάλυψη, φωνάζοντας ότι εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη. Η συμμετοχή του κόσμου τα σάρωσε όλα αυτά, τα σκόρπισε σαν στάχτη στον αέρα. Και ήταν αναμενόμενο, γιατί οι άνθρωποι δεν «ζυμώνονταν» μόνο στο Facebook και στις τηλεοράσεις, αλλά και στις παρέες τους, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους χώρους εργασίας, στα θέατρα, στα γήπεδα. Αλλού συζητούσαν, θύμωναν και οργανώνονταν και όχι εκεί που πίστευε η κυβέρνηση ότι περνά τα μηνύματά της.
Η κοινωνική ζύμωση κατέληξε στη μεγαλύτερη πολιτική εκδήλωση από το 1975 μέχρι σήμερα, η οποία για πρώτη φορά δεν έχει πολιτική έκφραση. Η επέτειος των Τεμπών ήταν το πιο απτό σημείο εκτόνωσης της δυσφορίας των πολιτών, χωρίς όμως θετική διέξοδο, χωρίς μια πολιτική δύναμη να προβάλει μέσα από το οργισμένο πλήθος και να ενσαρκώσει την, έστω απατηλή, ελπίδα για το καλύτερο αύριο. Το φράγμα έσπασε, αλλά το νερό δεν έχει πού να πάει. Ωστόσο, το φράγμα έσπασε. Σε άλλες εποχές, αυτό θα ερμηνευόταν ως η αρχή του τέλους του Μητσοτάκη, ενδεχομένως και να είναι, αλλά προηγουμένως πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πώς θα πολιτικοποιηθούν το κοινωνικό ρεύμα και η νέα γενιά που βγήκε μαχητικά να διαδηλώσει.