Είναι ο λαϊκισμός το φάρμακο για τα συμπτώματα κόπωσης και παρακμής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες; Ή πρέπει να μιλάμε για φάρμακο/φαρμάκι, για συνταγές «θεραπείας» που οδηγούν σε καινούργιες υποτροπές της αρρώστιας;
Η συζήτηση διαρκεί εδώ και κάποια χρόνια και μάλιστα τέμνει την πρόσφατη κρίση. Οι διαφωνίες αφορούν τον ορισμό του λαϊκιστικού φαινομένου, την περίμετρο του όρου, την πολιτική του ιστορία και κυρίως το παρόν του. Πολιτικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι, δημόσιοι σχολιαστές και πολιτικοί από όλες τις ιδεολογικές οικογένειες παλεύουν με τις μεταμορφώσεις του λαϊκισμού.
Οταν όμως σήμερα ένας ευρωπαίος αξιωματούχος (για παράδειγμα, ο Μοσκοβισί ή ο Γιούνκερ) αναφέρεται στον «λαϊκισμό», φωτογραφίζει κατά κανόνα τον γαλαξία των νέων δεξιών κομμάτων και κινημάτων που καλύπτουν μια ταυτοτική και αντιμεταναστευτική ατζέντα. Από την άλλη, όταν ριζοσπάστες αριστεροί στις σχολές κοινωνικών επιστημών της Δύσης αναφέρονται θετικά στον λαϊκισμό έχουν κατά νου μια Αριστερά τύπου Κόρμπιν, Μπέρνι Σάντερς, Podemos ή, μέχρι το 2015, ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω από όλα, έχουν στη σκέψη τους τις λατινοαμερικανικές εμπειρίες οι οποίες, στο μεταξύ, είτε βρίσκονται σε αποδρομή είτε έχουν οδηγηθεί σε παταγώδη αδιέξοδα (παράδειγμα η Βενεζουέλα του Μαδούρο).
Ενα παλαιό ζήτημα είναι αν όλες αυτές οι πολύ διαφορετικές πραγματικότητες μπορεί να στεγαστούν στον γενικό όρο λαϊκισμός. Το πρόβλημα μάλλον δεν λύνεται ούτε ακόμα και αν προχωρήσει κανείς, όπως γίνεται συχνά, σε κάποιες αναλυτικές διακρίσεις σαν αυτή μεταξύ ενός κοινωνικού (αριστερού) λαϊκισμού της «συμπερίληψης» και ενός εθνοτικού λαϊκισμού των «αποκλεισμών».
Το κεντρικό όμως, από πολιτική σκοπιά, ερώτημα αν η κυρίαρχη λαϊκιστική δυναμική συνιστά σήμερα απειλή ή όχι για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τον πυρήνα αξιών που συνδέθηκε ιστορικά με αυτόν τον τύπο δημοκρατίας.
Τα στοιχεία που ενισχύονται σε μια σειρά από χώρες είναι πάντως πολύ συγκεκριμένα: η αντιμεταναστευτική και εξόχως η αντιισλαμική στάση, ένας πολιτισμικός συντηρητισμός με αναδίπλωση σε παραδοσιακές αξίες και, τέλος, η αποδοκιμασία κάποιων (όχι όμων όλων) από τις συνέπειες της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης». Αυτά τα τρία στοιχεία διαχέονται από κοινού μέσα σε τμήματα της κοινής γνώμης πολλών ευρωπαϊκών χωρών, έστω και αν δεν μεταφράζονται πάντα σε εκλογικά ποσοστά υπέρ αντίστοιχων κομμάτων. Οπως βλέπουμε και από την κρίση στο κόμμα της Μέρκελ ή από τις εξελίξεις στους Les Républicaines της Γαλλίας και στους πολίτες που συνεχίζουν να επιλέγουν παραδοσιακά κόμματα, έχουν αυξηθεί η απήχηση των παραπάνω στάσεων και οι αντίστοιχες ανησυχίες.
Από μόνα τους όμως τα πιο πάνω στοιχεία δεν αρκούν. Υπάρχει ένας άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται η αντιμετανάστευση, η πολιτισμική αναδίπλωση και οι αντιφιλελεύθερες/προστατευτικές τάσεις στην οικονομία: ο άξονας της κάθετης αντίθεσης στον «παλαιό πολιτικό κόσμο» και στις ακαδημαϊκές, επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ που συνδέθηκαν με το κεντρώο-φιλελεύθερο παράδειγμα. Το Κέντρο, είτε ως πόλος του οικονομικού εκσυγχρονισμού μέσα από μεταρρυθμίσεις, είτε ως πόλος του πολιτικού φιλελευθερισμού και της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, γίνεται στόχος μιας σαρωτικής επίθεσης. Χωρίς αυτή την απαξιωτική και συχνά μηδενιστική επίθεση στο Κέντρο και στα παραδείγματά του, το γενικό λαϊκιστικό ύφος δυσκολεύεται να συγκροτηθεί σε ξεχωριστό πολιτικό ρεύμα.
Θέλω να πω εδώ ότι η κυρίαρχη λαϊκιστική δυναμική των ημερών μας έχει κάποια σκληρά χαρακτηριστικά που δείχνουν πως είναι συμβατή με τη ριζοσπαστική Δεξιά και όχι, όπως ελπίζουν κάποιοι, με μια πιο αριστερή, «αντινεοφιλελεύθερη» σοσιαλδημοκρατία.
Τα σκληρά και δημοφιλή της χαρακτηριστικά είναι ο πολιτισμικός συντηρητισμός, η απόρριψη των «ανοιχτών συνόρων» και η αντίδραση στις μεταναστευτικές πιέσεις. Αυτά είναι τα συναισθήματα που επικρατούν στις εργατικές και κατώτερες μεσαίες τάξεις των σύγχρονων κοινωνιών. Σε αυτό το ψυχικό έδαφος ριζώνουν η αποδοκιμασία των «παλαιών ελίτ» και η αναζήτηση νέων ηγεσιών.
Το ρεύμα της εποχής δεν είναι έτσι ένας οποιοσδήποτε λαϊκισμός. Ούτε απλώς η αμφισβήτηση των «καθεστωτικών ελίτ» από τους «από κάτω», διότι αυτός είναι ένας πολύ γενικός άξονας. Σε άνοδο είναι εκείνες οι εκδοχές ανορθόδοξης και «αιρετικής» πολιτικής που συνδέονται με το αίσθημα της απειλούμενης ταυτότητας. Πολύ πάνω και καθοριστικότερα από την αίσθηση υλικής διακινδύνευσης (στα εισοδήματα και στους πόρους ζωής) βρίσκουμε την αίσθηση της πτώσης του «μικρού ανθρώπου» και μάλιστα των πιο αδύναμων και ανασφαλών στον γηγενή πληθυσμό.
Οι αναδυόμενοι ευρωπαϊκοί λαϊκισμοί παίρνουν λοιπόν ή θα παίρνουν περισσότερο το πρόσωπο ενός Σαλβίνι και όχι ενός Κόρμπιν ή ενός Μελανσόν. Αυτό έχει να κάνει με ένα αναντίρρητο γεγονός: οι αριστερές λαϊκιστικές απόπειρες αδυνατούν να υποσχεθούν στον λαό την προστασία από τα ηθικά και πολιτισμικά σοκ του ύστερου μοντέρνου κόσμου. Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο ο αριστερόστροφος και ταξικός λαϊκισμός να υποσχεθεί ευταξία και ασφάλεια ή προστασία από διάφορες μορφές ανομίας που πάνε πέρα από τις οικονομικές απορρυθμίσεις και πλήττουν κι αυτές την καθημερινότητα των πληθυσμών.
Γι’ αυτό και η «μπάλα» επιστρέφει πάλι σε εκείνες τις δυνάμεις που αρνούνται να γίνουν λαϊκιστικές αλλά συγχρόνως αντιλαμβάνονται ότι η εποχή των αφορισμών και ενός αφ’ υψηλού ορθολογισμού έχει περάσει. Με μια έννοια, η πρόκληση του λαϊκισμού και κυρίως των σύγχρονων λαϊκισμών της ταυτότητας και της πολιτισμικής ανασφάλειας δεν μπορεί να απαντηθεί με παραδοσιακά υλικά των κεντρώων εκσυγχρονιστικών τομών από τον καιρό της ευημερίας: δεν αρκεί δηλαδή η αναπτυξιολαγνεία μέσα από μεταρρυθμίσεις ενώ και κάποια στοιχεία της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικής αισιοδοξίας έχουν χρεοκοπήσει.
Η προσπάθεια Μακρόν – με όλα τα προβλήματα και τις ορατές αδυναμίες της – έδειξε μια προσπάθεια συνειδητοποίησης του προβλήματος. Το θεμελιώδες πρόβλημα για τις δημοκρατικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις είναι πλέον η επινόηση μιας προστασίας που δεν θα πάρει το σχήμα της δημαγωγίας του προστατευτισμού, μιας ασφάλειας για τους πολλούς που θα φέρει μαζί της το πνεύμα της δημοκρατικής υπευθυνότητας και όχι της μνησίκακης, εθνικιστικής διαίρεσης και των εγωισμών που διαλύουν την Ευρώπη.
Τι κάνει σήμερα ο λαϊκισμός; Στην ουσία μιμείται και επιχειρεί να «αναβιώσει» την πρωταρχική σκηνή της δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας. Το θέμα είναι όμως ότι βρίσκει χώρο για να παράγει τις βλαβερές πολιτικές του συνέπειες και αυτός ο χώρος παραχωρείται από τους άλλους, από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Κεντροαριστεράς ή της Κεντροδεξιάς.
Η άποψη πως μόνο μέσα από έναν λαϊκισμό με θετικό πρόσημο σώζεται η δημοκρατία πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια άλλη υπόθεση: ότι μόνο μέσα από την τολμηρή αναγνώριση των υπαρκτών προβλημάτων – και όχι με κανονιστικές και ιδεαλιστικές ευχές – μπορεί να ανακτηθεί η πρωτοβουλία των κινήσεων και να ηττηθούν οι νέες δημαγωγίες.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.