Μόλις τον Μάιο του 2024 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τον Κανονισμό για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ (2024/1083, European Freedom Media Act). Την ίδια δε περίοδο τέθηκε σε εφαρμογή και η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1069 για τους νέους κανόνες κατά των στρατηγικών αγωγών που βάλλουν κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs).
Με τη διττή κανονιστική αυτή παρέμβαση η ΕΕ επιδίωξε να θεσπίσει δικλίδες ασφαλείας για την καταπολέμηση των πολιτικών παρεμβάσεων στις συντακτικές αποφάσεις τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων παρόχων μέσων ενημέρωσης, για την προστασία των δημοσιογράφων και των πηγών τους, καθώς και για την εγγύηση της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης.
Κοινός τόπος των οργάνων της ΕΕ υπήρξε η έντονη ανησυχία για τις αυξανόμενες – άμεσες ή έμμεσες – παρεμβάσεις των πάσης φύσεως κρατικών οργάνων στη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης με αντίκτυπο στην ελευθερία και την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, καθώς και τη συντακτική ανεξαρτησία εντός της ΕΕ.
Είχε προηγηθεί πληθώρα κινητοποιήσεων διεθνών και εγχώριων οργανώσεων προάσπισης της ελευθερίας του Τύπου, που είχαν αναδείξει πρακτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων περιφρόνησης των ευρωπαϊκών νομικών προτύπων για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, όπως αυτά καθορίζονται από την ενωσιακή νομοθεσία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Εντούτοις, η όλως πρόσφατη υπ’ αριθμ. 5/2025 απόφαση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ), η οποία επιβάλλει πρόστιμο σε μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας για αναμετάδοση πληροφοριών επί ενός εκ των δύο μείζονος δημοσίου ενδιαφέροντος ζητημάτων των τελευταίων ετών, δεν φαίνεται να λαμβάνει πλήρως υπόψη της τις ανωτέρω υπέρτατες ενωσιακές – αλλά και εγχώριες – νομοθετικές αξιολογήσεις.
Ταυτόχρονα, εμφανίζεται να μην αντιλαμβάνεται και το ισχυρό αίτημα των καιρών για διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της δυνατότητας άσκησης κριτικής των μέσων ενημέρωσης σε κάθε μορφή εξουσίας ανεξαρτήτως του προσώπου των φορέων της τελευταίας.
Η απόφαση δεν μεταχειρίζεται με τον δέοντα τρόπο το ιδιαίτερο δικαίωμα αναπαραγωγής και διάδοσης σημαντικών στοιχείων και δεδομένων, που προκύπτουν από τη δημοσιογραφική έρευνα διαφορετικών του ενεχομένου μέσων ενημέρωσης. Τουναντίον, είναι η καταστολή μιας κρίσιμης για την κοινή γνώμη είδησης μέσω της παράλειψης ή της υποβάθμισής της, η οποία θα πρέπει να ελέγχεται.
Περαιτέρω, η απόφαση της Αρχής φαίνεται να εξαντλεί την αυστηρότητά της, εστιάζοντας στην αποσπασματική εκφορά του λόγου και τις μεμονωμένες εντυπώσεις και όχι στην ουσία των προβαλλομένων, η οποία άπτεται της ενασχόλησης – επιτυχημένης ή μη, είναι άλλη συζήτηση – με ένα ασφαλώς ακανθώδες και φλέγον θεσμικό ζήτημα. Αυτή η ενασχόληση συνιστά την καθαυτό πραγμάτωση των προστατευτέων δικαιωμάτων του Τύπου.
Αναμφίβολα, τα όρια του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας είναι δυσδιάκριτα, ο δε εγγενής στη δημοσιογραφική δραστηριότητα κίνδυνος προσβολής δικαιωμάτων τρίτων είναι ιδιαίτερα αυξημένος, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που η τεκμηρίωση της ακρίβειας των πληροφοριών είναι αντικειμενικά εξαιρετικά δυσχερής.
Για τον λόγο αυτόν οι κυρωτικές των δικτύων ενημέρωσης αποφάσεις μιας Ανεξάρτητης Αρχής – εξοπλισμένης με τις τόσο ευαίσθητες για την ολότητα αρμοδιότητες του ΕΣΡ – θα πρέπει να λαμβάνονται με τη μέγιστη δυνατή φειδώ και δεν δύναται να τίθενται μονοσήμαντα, παραγνωρίζοντας τις περιρρέουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ιδίως όταν αυτές έχουν γίνει η αφορμή δραστικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων από την ίδια την ΕΕ, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το ΕΣΡ οφείλει να αφουγκραστεί περισσότερο τον διεθνή και εγχώριο, νομικό, αλλά και κοινωνικοπολιτικό περίγυρο.
Ο κ. Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, δικηγόρος Αθηνών.