Ενα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία των δημοσκοπήσεων είναι η παράσταση νίκης. Και πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζει ενδιαφέρον το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που εκτιμούν ότι το κόμμα τους μπορεί να κόψει πρώτο το νήμα των εκλογών της απλής αναλογικής. Λοιπόν, πάνω-κάτω, ένας στους τρεις πιστεύει στη νίκη. Οι υπόλοιποι «βλέπουν» νίκη Μητσοτάκη. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο πρόβλημα του κ. Τσίπρα. Οτι όσο εμφανές ήταν το 2015 ότι ερχόταν στην εξουσία, άλλο τόσο είναι εμφανές ότι στην παρούσα φάση έχει μεγάλη δυσκολία να πείσει ότι μπορεί ξανάρθει.
Η Κουμουνδούρου αλλά και η Χαριλάου Τρικούπη βάζουν υποσημειώσεις στις δημοσκοπήσεις, μεταδίδουν μηνύματα αμφισβήτησής τους. Ωστόσο το κλίμα της καθημερινότητας δεν εκπέμπει σημάδια ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Ναι, η κοινωνία δείχνει να έχει εισέλθει και πάλι σε έναν κύκλο αγωνίας και ανασφάλειας, ακούγεται γκρίνια για την κυβέρνηση, αλλά δεν φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα εξόδου του κ. Μητσοτάκη από την εξουσία.
Επιπροσθέτως, η ρευστή κατάσταση που υπάρχει στο διεθνές περιβάλλον, η αβεβαιότητα για το αύριο αλλά και η ένταση που υπάρχει στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαίνεται να ευνοούν την κυβέρνηση και σε κάθε περίπτωση ισχυροποιούν το δίλημμα για κυβερνητική σταθερότητα. Δεν γίνεται η χώρα να πηγαίνει από εκλογές σε εκλογές χωρίς να μπορεί να βγάλει κυβέρνηση. Είναι πρόδηλο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελική ευθεία προς τις εκλογές εμφανίζει ένα διπλό έλλειμμα. Γραμμής πλεύσης και κυβερνητικού αφηγήματος.
Η αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθείται πιστοποιεί τη δύσκολη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το… μέτρο. Η Κουμουνδούρου παρουσιάζει μια χώρα στα πρόθυρα της καταστροφής και κοινωνία σε απόγνωση που βρίσκεται στα κάγκελα έτοιμη να ρίξει την κυβέρνηση. Υπερβολές. Δίνει, επίσης, την εντύπωση ότι συνεχώς ψάχνει, ακόμα και χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, πολιτικούς καβγάδες. Η συνταγή συσπειρώνει τους φανατικούς αλλά κρατά σε απόσταση τους μετριοπαθείς κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Το κυβερνητικό αφήγημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» φαντάζει κενό περιεχομένου. Η πολιτική γεωγραφία είναι συγκεκριμένη. Ποιοι θα είναι οι εταίροι αυτής της «προοδευτικής διακυβέρνησης»; Το ΠαΣοΚ λέει όχι, το ΚΚΕ ούτε που το σκέφτεται, ο Γ. Βαρουφάκης θέλει και δεν θέλει. Οπότε; Πώς μπορεί να σχηματιστεί αυτή η «προοδευτική διακυβέρνηση»;
Υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα. Οτι οι διαρροές προς το ΠαΣοΚ εξακολουθούν να κινούνται σε ποσοστά που, αν επιβεβαιωθούν στην κάλπη, θα κάνουν δύσκολη υπόθεση την προσέγγιση του εκλογικού αποτελέσματος του 2019. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αλλά στο σημείο αυτό ξεκινά και μια άλλη συζήτηση. Για τη στρατηγική του Νίκου Ανδρουλάκη και τα δικά της ελλείμματα.