Δεν είμαι ναυτικός, αλλά για να εξηγήσω καλύτερα αυτό που συμβαίνει στην ελληνική οικονομία, θα πρέπει να δανειστώ εικόνες και όρους από τη ναυσιπλοΐα. Ετσι, όταν ένα δεξαμενόπλοιο θέλει να αλλάξει πορεία σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, αυτό γίνεται σιγά-σιγά. Δεν είναι δυνατό να γίνει απότομα.
Η ελληνική οικονομία, εδώ και χρόνια ακολουθούσε μια πορεία που την οδηγούσε κατευθείαν στα βράχια: συνεχής αποβιομηχάνιση, δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση που υπερέβαινε τις παραγωγικές δυνατότητες, ασυγκράτητος δανεισμός, αντιπαραγωγική νοοτροπία, χαμηλή ποιότητα δημοσίων αγαθών, κυριαρχία ολιγοπωλίων, αποδυναμωμένους θεσμούς, προσοδοθηρικές συμπεριφορές, φοροδιαφυγή και παραοικονομία, αθρόες εισαγωγές, χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Το 2010, αυτό το «αναπτυξιακό» μοντέλο δεν άντεξε. Τα δίδυμα ελλείμματα και ο υψηλός δανεισμός ουσιαστικά απέκλεισαν τη χώρα από τις αγορές και δημιούργησαν κρίση ρευστότητας. Η διάσωση της χώρας από τους εταίρους μας και το ΔΝΤ με τα γνωστά μνημόνια ήταν πλέον μονόδρομος. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν οδυνηρά: η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ της, δημιουργήθηκαν πολλές οικονομικές και κοινωνικές πληγές και τα ομόλογα του Δημοσίου υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία «junk-σκουπίδια».
Η εικόνα της χώρας στιγματίστηκε. Ευτυχώς, το 2024 τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα πρωτογενή ελλείμματα έχουν γίνει πλεονάσματα, η ύφεση έχει γίνει ανάπτυξη, οι επενδύσεις αυξάνονται, η ανεργία μειώνεται και η χώρα ανακτά την επενδυτική της βαθμίδα. Τα ελληνικά ομόλογα γίνονται πλέον περιζήτητα, όπως φάνηκε στην πρόσφατη έκδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου, του πρώτου μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η εικόνα της χώρας έχει αλλάξει καθώς διεθνείς οικονομικοί και επενδυτικοί οργανισμοί, όπως πρόσφατα το ΔΝΤ, εκθειάζουν τη χώρα για την πρόοδο που έχει σημειώσει στη μείωση της παραοικονομίας στην Ελλάδα από το ανώτατο όριο του 30% του ΑΕΠ που είχε φτάσει το 2013, στο πολύ χαμηλότερο επίπεδο του 16% του ΑΕΠ το 2021.
Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ αποδίδουν ευθέως την πρόοδο που καταγράφεται στην ψηφιακή εποχή στην οποία έχει εισέλθει η χώρα καθώς και στην ευελιξία που υπήρξε στην αγορά εργασίας με νέες μορφές απασχόλησης που συνέβαλε στον περιορισμό της μαύρης εργασίας. Εχει αλλάξει πορεία το δεξαμενόπλοιο; Οχι ακόμη. Παρά τις προόδους των τελευταίων τριών ετών, το μοντέλο «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αλλάξει. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, τη φθηνή υπερ-φορολογημένη μισθωτή εργασία και τις εισαγωγές. Πολλές αγορές αγαθών και υπηρεσιών είναι ολιγοπώλια, με αποτέλεσμα να μεταφέρουν όλα τα (εισαγόμενα) κόστη στους καταναλωτές. Οι τελευταίοι βλέπουν την ακρίβεια στα βασικά είδη κατανάλωσης να ροκανίζει τα εισοδήματά τους και να αυξάνει τις εισοδηματικές ανισότητες. Οι ποιοτικοί δείκτες που αφορούν την (αργόσυρτη) απονομή δικαιοσύνης, τη (γραφειοκρατική) δημόσια διοίκηση, τους (αδύναμους) θεσμούς, την υγεία και την παιδεία απέχουν πολύ από τους αντίστοιχους δείκτες των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης. Είναι απαραίτητο να αλλάξουμε πορεία. Χρόνος πολύς δεν υπάρχει.
Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.