Η έκρηξη στο πολιτικό σκηνικό που προκάλεσε η έμμεση επιβεβαίωση μέσω του επικεφαλής της ΑΔΑΕ Χρ. Ράμμου ότι όντως έγιναν παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, στρατιωτικών και δημοσιογράφων, δημιούργησε μιας άλλης τάξεως συζήτηση, η οποία μπορεί να έχει παραπολιτικό χαρακτήρα, ωστόσο υφίσταται. Και όχι μόνο υφίσταται, αλλά καλλιεργείται και εντείνεται μέσω των social media θέτοντας ουσιαστικά ένα σοβαρότερο ζήτημα – αυτό της ουσιαστικής ανεξαρτησίας (και συνακόλουθα και της αντικειμενικότητας) μιας Ανεξάρτητης Αρχής.
Στο μυαλό όλων, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ανεξαρτησία μιας Ανεξάρτητης Αρχής απομειούται ή απειλείται μόνο από την εκάστοτε κυβέρνηση. Πόση αλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε αυτό, όταν η ίδια αυτή ανεξαρτησία μπορεί να είναι υποκείμενο ανάλογης απομείωσης εκ μέρους της αντιπολίτευσης; Ακούγεται ίσως οξύμωρο, αλλά εν τέλει δεν είναι αν εξετάσει κανείς προσεκτικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τι διακινείται ακόμη και μέσω φιλικών προς τον ΣΥΡΙΖΑ μέσων ενημέρωσης αλλά κατά κόρον από τα προσκείμενα στην κυβέρνηση μέσα τις τελευταίες ημέρες; Οτι ο κ. Ράμμος θα είναι επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ!
Αυτή η φημολογία σε συνδυασμό με τη βαριά κατηγορία της κυβέρνησης ότι ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ επί της ουσίας στέκεται αρωγός του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να υπονομεύσει την κυβέρνηση, προφανέστατα δημιουργεί ρήγματα στη δημόσια εικόνα της ανεξαρτησίας την οποία οφείλει να έχει, και να προασπίζεται, μία Ανεξάρτητη Αρχή.
Και δεν πρόκειται μόνο για την περίπτωση του κ. Ράμμου. Εως πολύ πρόσφατα η επικεφαλής της εισαγγελίας κατά της διαφθοράς κυρία Τουλουπάκη, που πηγαινοερχόταν στις Βρυξέλλες με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να κατηγορήσει την κυβέρνηση για προσβολή του κράτους δικαίου, φερόταν και εκείνη ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Και αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν, θα εντοπίσει πλείστες όσες περιπτώσεις κορυφαίων δικαστικών λειτουργών της χώρας, οι οποίοι την επομένη της αφυπηρέτησής τους από το δικαστικό σώμα, έσπευσαν να ενταχθούν σε ένα κόμμα εξουσίας – με κορυφαίο παράδειγμα αυτό της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου κυρίας Βασιλικής Θάνου.
Περιπτώσεις οι οποίες προκάλεσαν ζωηρές αμφιβολίες για το κατά πόσον οι αποφάσεις που έλαβαν στη διάρκεια της θητείας τους ήταν αντικειμενικές και δεν είχαν επηρεαστεί από την προοπτική της εισπήδησής τους στη δρώσα πολιτική. Διότι προφανέστατα, η πρόταση δεν τους έγινε με το που αποχώρησαν από το δικαστικό σώμα, αλλά πολύ νωρίτερα.
Κατά τη γνώμη μου, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι ανώτατοι δικαστές δεν φροντίζουν να δημιουργούν γύρω τους ένα πλέγμα προστασίας έναντι των επιθέσεων «αγάπης» από το πολιτικό σύστημα, οφείλει να το κάνει η Πολιτεία. Θεσπίζοντας οριστικά και αμετάκλητα ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού, οιασδήποτε βαθμίδας και σώματος, και της πολιτικής. Με τον τρόπο αυτόν, και το κύρος της Δικαιοσύνης θα διαφυλάξει, αλλά και την ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών θα ενισχύσει. Οσο δεν το αποφασίζει, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να μετατρέπει κορυφαίους δικαστές σε υποψήφιους πολιτικούς, και αυτό δεν είναι καλό ούτε για τη Δικαιοσύνη ούτε για την πολιτική τάξη της χώρας.