Συμπληρώνεται αυτές τις μέρες ένας χρόνος από τον περσινό Σεπτέμβριο των καταιγίδων που έπληξαν με πρωτοφανή σφοδρότητα τη Θεσσαλία. Για όσες και όσους ζήσαμε αυτόν τον χρόνο στη Θεσσαλία, οι καταιγίδες «Daniel» και «Elias» έχουν εξελιχθεί σε δυναμικά σε διάρκεια και ένταση ιστορικά γεγονότα, παράγοντας βιώματα και συνθήκες που ορίζουν σήμερα πολλές πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μας.

Οι προβλέψεις για ισχυρές καταιγίδες και έντονες βροχοπτώσεις στην περιοχή είχαν αρχίσει να δημοσιοποιούνται αρκετές ημέρες πριν από το ξέσπασμα του «Daniel». Ομως καμία πρόβλεψη δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για κάτι που δεν έχεις ξαναζήσει. Και τα πλημμυρικά φαινόμενα των πρώτων ημερών του Σεπτεμβρίου ήταν και καινοφανή και συνολικά. Κανείς και καμιά μας, ανεξάρτητα από την ηλικία, την εντοπιότητα ή την καταγωγή, το επάγγελμα ή την κοινωνική θέση, δεν είχε ξαναδεί τον ουρανό να πρασινίζει τόσο έντονα μέσα στη νύχτα από τους κεραυνούς, δεν είχε ξανανιώσει τέτοια ποσότητα νερού για τόσες ώρες με τόση δύναμη να κατακλύζει αστικούς και αγροτικούς χώρους και να καλύπτει πόλεις, χωριά, γειτονιές παρασύροντας στο πέρασμά του απλά τα πάντα. Ηταν ένα νέο βίωμα.

Τις επόμενες ημέρες και για αρκετές εβδομάδες βιωματικά νιώσαμε την αποκάλυψη της απόλυτης ευαλωτότητας όλων των βασικών δομών και υποδομών που θεωρητικά συνθέτουν τις βεβαιότητες του σύγχρονου τρόπου ζωής μας. Σαν ό,τι σαθρό και αδύναμο λάνθανε στους πυλώνες του βίου μας να ήρθε ξαφνικά στην επιφάνεια όταν τα νερά φούσκωσαν.

Ολόκληρα χωριά του θεσσαλικού κάμπου καλύφθηκαν με νερό, άνθρωποι κολύμπησαν στους δρόμους-ποτάμια για να φτάσουν και να παραμείνουν σε στέγες περιμένοντας φαγητό και νερό. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, χιλιάδες ζώα πνίγηκαν, περιουσίες εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Τα αστικά κέντρα έμειναν ξαφνικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, το οδικό δίκτυο κατέρρευσε σε κομβικά σημεία και αρτηρίες, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα διακόπηκαν, οι εφοδιαστικές αλυσίδες έσπασαν, σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες απενεργοποιήθηκαν, νοσοκομεία πλημμύρισαν.

Τα βιώματα εκείνων των πρώτων ημερών, όπως είχε συμβεί μερικά χρόνια πριν και με το βίωμα της πανδημικής κρίσης της COVID-19, ήταν πρωτόγνωρα, καταλυτικά όλων των βεβαιοτήτων που συνυφαίνουν τη σύγχρονη μετα-μιλένιαλ αντίληψη για τον κόσμο, και οικεία μόνο σε όσους από εμάς αγαπούν την επιστημονική φαντασία και τα δυστοπικά αφηγήματα περί του τέλους του κόσμου που αναπτύχθηκαν αριστοτεχνικά στη λογοτεχνική και κινηματογραφική γραφή από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά.

Στο πέρασμα των μηνών που ακολούθησαν συνειδητοποιήσαμε βιωματικά ότι οι καταιγίδες του Σεπτεμβρίου ήταν ένα γεγονός με μεγάλη έκταση τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο: είναι μάλλον αδύνατον να το οριοθετήσουμε είτε χρονικά είτε γεωγραφικά. Τα αίτια τόσο του γεγονότος καθεαυτού όσο και των καταστροφικών επιπτώσεών του έχουν βαθιές ρίζες στο παρελθόν: στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, στην περιβαλλοντική εγκατάλειψη του θεσσαλικού κάμπου, στην ευαλωτότητα των αστικών υποδομών των πόλεων και των χωριών της Θεσσαλίας, στην ευαλωτότητα των κτιριακών υποδομών αλλά και των δρόμων, των γεφυριών, των φραγμάτων κ.τ.λ. Αλλά επίσης, όπως και όλα τα σύγχρονα έντονα καιρικά φαινόμενα, έτσι και οι «Daniel» και «Elias» δεν είναι τοπικά φαινόμενα, συνδέονται με την κλιματική αλλαγή που καταλύει γεωγραφικές αποστάσεις, με αποτέλεσμα η υπερθέρμανση των νερών της Μεσογείου να συνδέεται τελικά άμεσα και λόγω διαδοχικών αλληλεπιδράσεων με την καταπόντιση των χωριών της Καρδίτσας και την κατάρρευση του δικτύου υδροδότησης του Βόλου.

Τα πλημμυρικά φαινόμενα του 2023 αποτελούν ένα είδος συμπύκνωσης και ταυτόχρονα διαστολής του ιστορικού χρόνου. Τα αίτια βαθαίνουν στο παρελθόν αλλά και οι επιπτώσεις επεκτείνονται με διάρκεια στο παρόν και στο μέλλον.

Ομως πέρα από αίτια και επιπτώσεις, οι πλημμύρες έφεραν στην επιφάνεια όλες τις συστημικές αδυναμίες και ευαλωτότητες υποδομών, υπηρεσιών και συνολικού τρόπου δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Στους μήνες που μεσολάβησαν πάρθηκαν βέβαια μέτρα πρόσκαιρης ανακούφισης τόπων και ανθρώπων και έγιναν κάποιες διάσπαρτες συζητήσεις περί αιτίων, λύσεων και τρόπων θωράκισης.

Τα προβλήματα όμως φαίνεται πως παραμένουν εν πολλοίς αθεράπευτα. Στους μήνες που πέρασαν πολλές δημόσιες και ιδιωτικές κτιριακές υποδομές παραμένουν κλειστές ή υπολειτουργούν, το οδικό δίκτυο σε πολλά σημεία παραμένει «λαβωμένο», τα αντιπλημμυρικά έργα φαίνεται να είναι στα σπάργανα του σχεδιασμού. Ο δημόσιος διάλογος για την αντιμετώπιση των πληγών και την καλύτερη προετοιμασία μας για το επόμενο επεισόδιο της κλιματικής κρίσης παραμένει κολοβός και στρεβλός: έχει περιοριστεί σε έναν αλληλοκατηγορητικό λόγο, όπου η ψυχαναγκαστική τάση διαρκούς απόδοσης ευθυνών δεν επιτρέπει την καθαρή θέαση της παρούσας κατάστασης των πραγμάτων και σίγουρα αποκλείει κάθε συλλογική προσπάθεια σχεδιασμού και υλοποίησης ενός ανθεκτικότερου μέλλοντος.

Η παρουσία και η οσμή των τεθνεώτων ψαριών της Λίμνης Κάρλας στο παράκτιο μέτωπο της πόλης του Βόλου αυτές τις μέρες μάς θυμίζει επετειακά ότι η καταιγίδα του περσινού Σεπτεμβρίου συνεχίζεται. Τα νερά στραγγίζουν, τα ψάρια σκάνε, η απορροή τα οδηγεί να επιπλέουν νεκρώσιμα στην παραλία της όμορφης πόλης μας. Γλυκό αποκαλόκαιρο και στις συζητήσεις μας μου φαίνεται να κυριαρχεί πια μια γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης και μια αβεβαιότητα, γνωσιακή κυρίως: τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει, πώς μπορεί να θεραπευθεί το πρόβλημα, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε; Ποιον θα εμπιστευτούμε να μιλήσει την πραγματικότητα, με λύσεις; Στις βραδινές συζητήσεις της παραλίας ακούγεται ταυτόχρονα κι ένας άλλος ψίθυρος: θα έχουμε σύντομα μια επανάληψη του περσινού Σεπτεμβρίου; Τι θα γίνει στην επόμενη καταιγίδα; Γιατί μικροί και μεγάλοι παγώνουμε μόλις πέσει η πρώτη μικρή ψιχάλα; Θα είναι και αυτή η νέα μας κανονικότητα;

Η αβεβαιότητα, η έλλειψη εμπιστοσύνης και ο φόβος είναι ίσως οι πιο επιδραστικές επιπτώσεις του «Daniel» ως συνολικού κοινωνικού και πολιτισμικού φαινομένου, διαμορφώνοντας σταδιακά συνθήκες γόνιμες, μεταξύ άλλων, και για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Εναν χρόνο μετά, η «τέλεια καταιγίδα» εμμένει και απαιτεί λύσεις προς τα μπροστά.

 

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.