Η εκλογή – και μάλιστα με τόσο εκκωφαντικό τρόπο – του νέου πλανητάρχη Ντόναλντ Τραμπ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, επιβάλλει σε όλους μας να σκεφθούμε το μέλλον της Ευρώπης και της Ελλάδας φυσικά.

Ενα μέλλον, το οποίο θα πρέπει να φέρει τη σφραγίδα του ενωτικού πνεύματος και της σύμπνοιας με όλες τις χώρες της ΕΕ, των συμμαχιών, των τολμηρών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων. Απώτερος στόχος είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη που φθίνει δραματικά, η ακόμη μεγαλύτερη στόχευση στην έρευνα και καινοτομία, η έμφαση σε ένα νέο παραγωγικό και βιομηχανικό μοντέλο, η αυτάρκεια και επάρκεια πρώτων υλών, που απειλήθηκαν εμφατικά στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.

Καθώς δε η εκλογή του νέου προέδρου των ΗΠΑ συμβαίνει σε μία εποχή με τεράστιους γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς, με οικονομική και ενεργειακή αβεβαιότητα, με κλιματική κρίση και με άλλες προκλήσεις που πιθανόν να μας κτυπήσουν την πόρτα, η ανάγκη για σύμπνοια και συμμαχίες οφείλει να είναι άμεση και καθοριστική.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ, η Ευρώπη οφείλει να ενωθεί και να δημιουργήσει τις συνθήκες για να διατηρήσει τις παραγωγικές της δυνάμεις «εντός των τειχών». Βρισκόμαστε σε μια καθοριστική στιγμή, όπου η σταθερότητα και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας δεν είναι απλώς μια επιθυμία, αλλά ανάγκη επιβίωσης.

Με την πρόσφατη Εκθεση Ανταγωνιστικότητας του Μάριο Ντράγκι να αναδεικνύει τα καίρια προβλήματα, είναι πια φανερό σε όλους ότι η στήριξη της βιομηχανίας περνά μέσα από άμεσες και στοχευμένες λύσεις. Χρειαζόμαστε φορολογικά κίνητρα, ένα σταθερό, προβλέψιμο και ελκυστικό περιβάλλον για επενδύσεις και κυρίως, χαμηλά επιτόκια για τις επιχειρήσεις. Αν η Ευρώπη δεν μπορεί να παρέχει ελκυστικούς όρους για να αναπτυχθούν και να ευημερήσουν οι επιχειρήσεις μας, τότε θα αναγκαστούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκεί όπου οι προϋποθέσεις είναι ευνοϊκότερες.

Η οικονομική πολιτική Τραμπ αναμένεται να είναι επιθετικά ανταγωνιστική, με επιδοτήσεις, χαμηλή φορολογία και ειδικά κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ηδη παρατηρούμε πως οι ΗΠΑ παρέχουν τις υποδομές και τα κίνητρα για τη βιομηχανία με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή παραγωγή. Η Ευρώπη δεν πρέπει να παραμείνει αδρανής μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις. Αν δεν δραστηριοποιηθεί άμεσα, κινδυνεύουμε να δούμε έναν νέο κύκλο αποβιομηχάνισης, με σημαντικές απώλειες σε θέσεις εργασίας και τεχνογνωσία που μεταφέρεται αλλού.

Ενα ακόμη αιματηρό brain drain, το οποίο θα επεκταθεί αυτή τη φορά και στις επιχειρήσεις.

Είναι αναγκαίο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μόνο ως μια ενιαία, συμπαγής οικονομική και πολιτική οντότητα, μπορούμε να διαπραγματευτούμε και να σταθούμε ισότιμα απέναντι σε άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Η Εκθεση του Μάριο Ντράγκι δίνει έναν σαφή οδικό χάρτη, καταδεικνύοντας την ανάγκη επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια, την τεχνολογία και την εκπαίδευση – πυλώνες που όχι μόνο θα βοηθήσουν την Ευρώπη να ανταποκριθεί στις διεθνείς προκλήσεις, αλλά θα ενισχύσουν και την εσωτερική της συνοχή. Στηρίζοντας την ευρωπαϊκή βιομηχανία, ενισχύουμε την αυτάρκεια και τη δυνατότητά μας να αναπτυχθούμε αυτόνομα.

Σήμερα λοιπόν, είναι η ύστατη ευκαιρία να κρατήσουμε τις βιομηχανίες μας εδώ. Να αποτρέψουμε τη μαζική τους φυγή και να στηρίξουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ευρώπη. Αν δεν δώσουμε τα ουσιαστικά κίνητρα που απαιτούνται – όπως πράττουν συνειδητά και ρεαλιστικά οι ΗΠΑ και οι ασιατικές αγορές – τότε θα χάσουμε το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας σε μια παγκόσμια αγορά που γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική.

Ειδικά για τη φαρμακοβιομηχανία, έναν κλάδο που εισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας 3,2% με 6,5 δισ. ευρώ για το 2022, με ένα εμβληματικό αποτύπωμα στην οικονομία, στη δημόσια υγεία, στην έρευνα και στην κοινωνία, τα επενδυτικά κίνητρα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά και μακρόπνοα. Και τα οποία θα συνδέονται ξεκάθαρα με τη μείωση της φορολογίας, τη διόρθωση της μακρόχρονης μνημονιακής στρέβλωσης που είναι το clawback, την επαναστόχευση φαρμάκων και την αξιοποίηση της βιοποικιλότητας, την εξωστρέφεια, τις συγχωνεύσεις, την αξιοποίηση της ΑΙ, την αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, την έμφαση στις βιοεπιστήμες και τη σύνδεση της βιομηχανίας με την Ακαδημαϊκή κοινότητα.

Η κυρία Ιουλία Τσέτη είναι πρόεδρος & CEO του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη, φαρμακοποιός, MSc, επίτιμη δρ Φαρμακευτικής του ΕΚΠΑ & του Παν/μίου Πατρών.