Βαρόμετρο για τη δημοτικότητα του Ταγίπ Ερντογάν αποτελούν οι δημοτικές εκλογές στην Τουρκία αυτή την Κυριακή, καθώς διεξάγονται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή όχι μόνο για το πολιτικό του μέλλον, αλλά και για τη γενικότερη παρουσία της χώρας του στη διεθνή σκηνή. Ενώ παράλληλα θα επηρεάσουν αναπόφευκτα και την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τη στιγμή που στα μέσα Μαΐου έχει προγραμματιστεί η επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Αγκυρα, από την οποία και θα κριθεί αν θα προχωρήσουν τελικά στη φάση αυτή οι περιώνυμες συνομιλίες για τη χάραξη των θαλάσσιων ζωνών.
Μια εκκρεμότητα που διαρκεί εδώ και πενήντα χρόνια, με τα γνωστά σκαμπανεβάσματα μεταξύ «ήρεμων νερών» μονομερών διεκδικήσεων και πολεμικών απειλών. Στόχος του τούρκου ηγέτη είναι να κερδίσει τους Δήμους Κωνσταντινούπολης και Αγκυρας για να μπορέσει να προχωρήσει σε μια συνταγματική αναθεώρηση που θα του επιτρέψει να παραμείνει στην εξουσία και μετά το 2028.
Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν θα τα καταφέρει, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα παραμείνουν στο πόστο τους οι νυν δήμαρχοι στις δύο μεγάλες αυτές πόλεις που ανήκουν στην αντιπολίτευση. Αν όντως συμβεί αυτό, ένας αποδυναμωμένος πολιτικά Ερντογάν θα συναντηθεί στην Ουάσιγκτον στις 9 Μαΐου με τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, δεν τον συμπαθεί ιδιαίτερα και είναι η πρώτη φορά στο τέλος της θητείας του που δέχθηκε να τον συναντήσει.
Μετά βέβαια την αποδοχή από τον Ερντογάν της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και τη συμφωνία για την αποστολή των αεροσκαφών F-16. Το πρόβλημα όμως είναι ότι θα έχει προηγηθεί (αν φυσικά δεν αναβληθεί) στις 23 Απριλίου η πολυσυζητήμενη επίσκεψη Πούτιν στην Αγκυρα, με ό,τι αυτό υποδηλώνει, στη σημερινή συγκυρία, ως προς τη συμπεριφορά ενός μέλους του ΝΑΤΟ. Αλλά είναι γνωστό ότι ο Ερντογάν δεν κρύβει τον θαυμασμό του για το Πούτιν, που κατάφερε να παραμείνει με διάφορα τερτίπια όλα αυτά τα χρόνια στην εξουσία. Και είναι προφανές ότι θέλει να του μοιάσει ως προς αυτό, για να μη μιλήσουμε και για τις άλλες αυταρχικές μεθόδους που ακολουθεί.
Φυσικό είναι λοιπόν να επικρατεί μια γενικότερη ανησυχία στη Δύση για την πορεία που θα χαράξει από εδώ και πέρα ο Ερντογάν, ενώ ανάλογη ανησυχία επκρατεί και στην Ελλάδα, παρά το φαινομενικά ήρεμο κλίμα που έχει διαμορφωθεί μετά την υπογραφή της γνωστής Διακήρυξης των Αθηνών. Και τούτο διότι ο Ερντογάν δεν χάνει ευκαιρία να επανέρχεται συνεχώς στις γνωστές εθνικιστικές εξάρσεις του παρελθόντος, με αποκορύφωμα την προκλητική δήλωσή του ότι αν η Τουρκία είχε καταλάβει και τη Νότια Κύπρο το 1974, «δεν θα υπήρχε πλέον Νότος και Βορράς και η Κύπρος θα ήταν εντελώς δική μας»!
Τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια του ΟΗΕ για την επανεκκίνηση των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Eνώ δεν έκρυψε και πάλι τον θαυμασμό του για τον Μωάμεθ τον Πορθητή, που κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη και για το ότι «πραγματοποιήσαμε το επί 80 χρόνια όνειρο του έθνους μας να ξανανοίξουμε την Αγία Σοφία για τη λατρεία του Αλλάχ». Και να δούμε τώρα πού θα οδηγήσουν όλα αυτά.