Η αποτίμηση εγχειρημάτων ελληνοτουρκικού διαλόγου στο παρελθόν δεν είναι θετική ως προς τα αποτελέσματά τους. Η πρώτη απόπειρα διαλόγου πραγματοποιήθηκε μετά την κρίση του θέρους του 1976. Ο διάλογος τερματίστηκε το 1981, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου υποστήριξε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η συζήτηση θεμάτων που άπτονται της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Επαναλήφθηκε το 1988, με τη συνάντηση κορυφής Παπανδρέου – Οζάλ στο Νταβός, μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987 που είχε οδηγήσει τις δύο χώρες στα πρόθυρα στρατιωτικής σύγκρουσης. Δεν απέδωσε αποτελέσματα και εξαντλήθηκε σύντομα χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, με εξαίρεση τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που όμως δεν εφαρμόστηκαν.
Νέα διαδικασία διαλόγου εγκαινιάστηκε και μετά την κρίση των Ιμίων το 1996. Οδήγησε σε μια διαρθρωμένη διαδικασία συζητήσεων ως συνέπεια της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία είχε σημαντικό ρόλο λόγω της αίτησης ένταξης της Τουρκίας. Η επίλυση μέσω των συζητήσεων ή μιας από κοινού προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν πραγματοποιήθηκε, αν και οι διερευνητικές συνομιλίες, όπως αποκλήθηκαν, εξακολούθησαν να διεξάγονται έως το 2016.
Γιατί δεν ευοδώθηκαν οι συνομιλίες αυτές; Διότι η κάθε μία από τις πλευρές διατήρησε σε βάθος χρόνου, με αξιοσημείωτη σταθερότητα, τις απόψεις της για την ουσία και τη σημασία των διαφορών αλλά και τις διαδικασίες επίλυσής τους και θεώρησε αδύνατο τον συμβιβασμό. Η πολιτική επίλυση, που προτιμούσε η Τουρκία, ή ο δικαστικός διακανονισμός, που φαινόταν να ευνοεί για δεκαετίες η Ελλάδα, ήταν σχεδόν ανεπιθύμητες μέθοδοι για την άλλη πλευρά. Η υποχώρηση από αξιώσεις από την πλευρά της Αγκυρας θεωρείτο παραδοχή «τετελεσμένων» μιας εποχής κατά την οποία η Τουρκία ήταν αδύναμη. Αντίστοιχα, η επιβάρυνση της ατζέντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων με θέματα όπως οι λεγόμενες γκρίζες ζώνες επί βραχονησίδων και νησίδων, η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Αιγαίου ή η μειονότητα της Θράκης, δηλαδή θέματα που υπερβαίνουν τις θαλάσσιες ζώνες, δημιουργούν στην Αθήνα το αίσθημα υπονόμευσης της κυριαρχίας της και απειλής της ακεραιότητάς της.
Αυτό που συνιστά όμως ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι οι διαδικασίες διαλόγου, ανεξάρτητα από την αδυναμία τους να επιλύσουν τις διαφορές ή να οδηγήσουν σε από κοινού προσφυγή για δικαστικό διακανονισμό, εξασφάλιζαν ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό συνέβαινε από το 1977 έως το 1981, από το 1988 έως το 1994, από το 1997 έως το 2016. Αντίθετα, η απουσία διαλόγου, από το 1981 έως το 1987 και από το 1994 έως το 1996, καθώς και η αναστολή των διερευνητικών συνομιλιών από το 2016 έως το 2022, σήμαιναν την αναζωπύρωση της τουρκικής αδιαλλαξίας και της ροπής προς άσκηση βίας για την επίτευξη των στόχων της Αγκυρας.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών, Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.