Η εν ψυχρώ εκτέλεση της 43χρονης Γεωργίας στη Σαλαμίνα δεν ήταν «έγκλημα πάθους», δεν ήταν «έγκλημα τιμής», δεν ήταν ακόμη μια δολοφονία, ήταν μια γυναικοκτονία. Ηταν ένα έγκλημα με αφετηρία τις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία και μπορούν να «ελεγχθούν», να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της έμφυλης βίας.
Οι ισχυρισμοί μου αυτοί δυστυχώς αποδεικνύονται από τα ίδια τα πρώτα λόγια του δράστη αμέσως μετά τη διάπραξη του εγκλήματός του και δίνουν βεβαίως και την απάντηση σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει νομική ή κοινωνική ανάγκη για διακριτή νομική μεταχείριση.
Ο δράστης είπε κυνικά στους αστυνομικούς ότι στη γυναίκα άξιζε ο θάνατος γιατί τον απάτησε και γιατί αν δεν θα μπορούσε να την έχει ο ίδιος, δεν θα έπρεπε να μπορεί να την έχει κανένας. Ο άνδρας αυτός έβαλε κυνικά σε λέξεις όλες τις πατριαρχικές αντιλήψεις που ξέρουμε ότι βρίσκονται πίσω από τις γυναικοκτονίες.
Σπάνια όμως οι δράστες γυνακοκτονιών λένε τόσο απροκάλυπτα ότι «τη σκότωσα γιατί δεν έκανε αυτό που ήθελα εγώ». Συνήθως επιχειρούν να κρυφτούν πίσω από άλλες δικαιολογίες και να δώσουν άλλον χαρακτήρα στα εγκλήματά τους. Γιατί λοιπόν αυτό το έγκλημα πρέπει να τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως μια δολοφονία με κίνητρο για παράδειγμα τη ληστεία; Δεν θα είναι αυτό σαν να κλείνουμε τα μάτια σε μια υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα; Είναι αυτό ένα «gender neutral» έγκλημα;
Στη γυναικοκτονία της Σαλαμίνας όμως κατέπεσαν και πολλοί άλλοι αστικοί μύθοι, όπως για παράδειγμα ότι οι γυναίκες που σκοτώνονται από τα χέρια των συντρόφων τους είναι εκείνες που δεν μιλούν, δεν φεύγουν, δεν αντιδρούν, δεν καταγγέλλουν. Κατέπεσε ο μύθος ότι αν μιλήσεις, αν αντιδράσεις, αν καταγγείλεις θα σωθείς. Η 43χρονη Γεωργία τα έκανε όλα «σωστά». Κατήγγειλε τον δράστη στην αστυνομία, μίλησε, έφυγε, έτρεξε να σωθεί, προσπάθησε να κρυφτεί αλλά δεν γλίτωσε από τη μανία του δολοφόνου της. Η πολιτεία και η κοινωνία πού στέκονται σε όλο αυτό;
Ο άνθρωπος αυτός αποδείχθηκε ότι με πλαστά στοιχεία είχε κακοποιήσει και πριν από χρόνια μια άλλη γυναίκα. Καταγγέλθηκε και τότε – η γυναίκα έκανε πάλι όλες τις σωστές ενέργειες – αλλά δεν συνελήφθη ποτέ. Το «κουμπί πανικού» είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο σε αυτή τη μάχη αλλά δεν είναι αρκετό.
Ο χαρακτηρισμός της γυναικοκτονίας ως δολοφονίας συνιστά απόκρυψη μιας κοινωνικής πραγματικότητας. H θέσπισή της ως διακριτού αδικήματος δεν συνιστά τιμωρία του ανδρικού φύλου, ούτε διάκριση υπέρ των γυναικών ούτε βεβαίως ισχυρισμό ότι μια ζωή έχει μεγαλύτερη αξία από μια άλλη. Είναι όμως ένα σημαντικό βήμα για να αντιμετωπίσουμε ένα δραματικό κοινωνικό φαινόμενο.