Πέντε χρόνια έχουν παρέλθει από την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 και ήδη έχει ξεκινήσει, διστακτικά προς το παρόν, η συζήτηση σχετικά με το ποιες ατέλειες στο κείμενο ή δυσλειτουργίες πρέπει να διορθωθούν, ποιες νέες διατάξεις πρέπει να εισαχθούν και ποιες υφιστάμενες να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν η επόμενη αναθεώρηση οφείλει να ασχοληθεί και με το ζήτημα του εκλογικού νόμου, επιχειρώντας να εγγράψει στο κείμενο συνταγματικούς σκοπούς ή να παγιώσει ένα συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα.

Τούτο αποπειράθηκε να πράξει τόσο η κυβερνητική πλειοψηφία όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, κατά την πρώτη φάση της προηγούμενης αναθεωρητικής διαδικασίας το 2018-2019. Οι κατατεθείσες προτάσεις κινούνταν σε διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις: η τότε αντιπολίτευση επιθυμούσε την αποτύπωση της κυβερνησιμότητας ως ρητής συνταγματικής αρχής, η δε πλειοψηφία πρότεινε την καθιέρωση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος της χώρας.

Εντέλει, καμία από τις δύο προτάσεις δεν έγινε αποδεκτή. Δεν επήλθε έτσι μια τροποποίηση που δεσμεύει τις επιλογές του νομοθέτη, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Το Σύνταγμα, στο συγκεκριμένο πεδίο, συνεχίζει να καταλείπει σε αυτόν ελευθερία καθορισμού του εκλογικού συστήματος, κάτι που αναγνωρίζει διαχρονικά και η νομολογία του ΑΕΔ. Ταυτόχρονα περιχαρακώνει αυτή την ελευθερία με αρχές, όπως η ισότητα της ψήφου, η αναλογικότητα και η αντιπροσώπευση, οι οποίες θέτουν τα απώτατα όρια εντός των οποίων οφείλει να κινηθεί.

Ωστόσο, όπως ακριβώς γίνεται λόγος για οικονομική ουδετερότητα του Συντάγματος, έτσι θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την «εκλογική ουδετερότητα», υπό την έννοια ότι ο θεμελιώδης χαρακτήρας του Συντάγματος επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, την υιοθέτηση πολλών πιθανών μεθόδων κατανομής των βουλευτικών εδρών και ανάδειξης των βουλευτών, που ισορροπούν με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στον συνταγματικό σκοπό της κυβερνητικής σταθερότητας και την αντιπροσωπευτικότητα της κατανομής.

Το ζητούμενο εδώ δεν είναι ούτε αποκλειστικά η άδολη και ανόθευτη εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος ούτε η τεχνητή κατασκευή κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών που απονομιμοποιούν το εκλογικό σύστημα, αλλά ο συγκερασμός των δύο σε ένα σύστημα που εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα χωρίς να προκαλεί υπερβολικές δημοκρατικές στρεβλώσεις. Αλλωστε, η ασφαλιστική δικλίδα του άρθρου 54 παρ. 1 Σ., με την οποία ο νόμος που ορίζει το εκλογικό σύστημα ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν ψηφιστεί με πλειοψηφία 2/3, έχει αποδειχθεί αρκούντως αποτελεσματική, προκειμένου να αποτρέψει καταχρηστικές επιλογές, που εργαλειοποιούν τον εκλογικό νόμο για κομματικά οφέλη.

Αυτό που ίσως είναι σημαντικότερο είναι η θέσπιση ενός ισχυρού συστήματος προληπτικού ελέγχου του εκλογικού νόμου. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας μορφής ελέγχου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερη τήρηση των συνταγματικών αρχών που διέπουν την ψήφο και περιορίζουν την αυθαιρεσία του νομοθέτη, καθώς θα εξέλιπαν οι λόγοι που καθιστούν αλυσιτελή τον έλεγχο «κατόπιν εορτής», δεδομένου ότι μια κρίση περί αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε πιθανότατα σε ακύρωση εκλογικών αποτελεσμάτων και επανάληψη εκλογών.

Συνοψίζοντας, στο πεδίο του εκλογικού νόμου, το Σύνταγμα δεν χρειάζεται τροποποίηση, βελτίωση ή διόρθωση. Η κρίσιμης σημασίας παρέμβαση του 2001 έχει επιφέρει σε ικανοποιητικό βαθμό τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι όποιες νομοθετικές αλλαγές δεν υπακούουν πλέον, τουλάχιστον εύκολα, στα κελεύσματα των μικροκομματικών σειρήνων. Αυτό αποτελεί μια καλή πρακτική, ένα κεκτημένο που οφείλει να διαφυλαχθεί και σκόπιμο είναι να θωρακιστεί περαιτέρω με θεσμικού χαρακτήρα παρεμβάσεις στο σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων.

Ο κύριος Απόστολος Βλαχογιάννης είναι δρ Νομικής, μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΚΕΠ) στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.