Ασπρίζουν τα μαλλιά μας το καλοκαίρι; Οι ειδικοί λένε πως τα μαλλιά ασπρίζουν γρηγορότερα από το άγχος. Από την άλλη σύμφωνα με μια θεωρία το χρώμα των μαλλιών συνήθως ανοίγει το καλοκαίρι, και αυτό παρατηρείται συνήθως σε άτομα με ανοικτόχρωμα μαλλιά: τα ξανθά μαλλιά γίνονται ακόμα πιο ξανθά, τα άσπρα ακόμα πιο άσπρα. Δεν πολλαπλασιάζονται οι άσπρες μας τρίχες, απλά η ασπρίλα τους λάμπει λίγο πιο πολύ. Οι δύο θεωρίες δεν είναι αντιφατικές. Μπορεί το καλοκαίρι η ασπρίλα των μαλλιών να μεγαλώνει και λόγω άγχους. Του άγχους που προκύπτει όταν νιώθεις ότι το καλοκαίρι τελειώνει.
Μετράμε τον χρόνο με τα καλοκαίρια μας στην Ελλάδα και δεν χρειάζεται να το κρύβουμε – ισχύει για τους πιο πολλούς. Είναι σαν να έχουμε όλοι γενέθλια το καλοκαίρι και όχι μόνο οι γεννημένοι τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Υπάρχει ο κανονικός χρόνος και ο χρόνος που μετράμε με βάση τις αναμνήσεις μας – δεν πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο: ο κανονικός χρόνος είναι αμείλικτος, ο άλλος είναι κομμάτι στα μέτρα μας και τον μετράμε με θύμησες και εικόνες που τρεμοσβήνουν. Αλλά και με ήχους που χάνονται και με αισθήματα που σβήνουν.
Οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις μας είναι συνήθως καλοκαιρινές – οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Το καλοκαίρι είναι η πρώτη εποχή που γράφει στο μυαλό μας και για τις εικόνες που παράγονται με φόντο τον υπέροχο καμβά του. Δεν θυμόμαστε την αίσθηση του πρώτου μπάνιου στη θάλασσα, αλλά το πρώτο καλοκαίρι έχει γράψει μέσα μας πολλά και τα επόμενα θα γράψουν ακόμα περισσότερα. Κοιτάμε τις παλιές φωτογραφίες – τον μπαμπά που μας κρατά αγκαλιά πριν μπούμε στη θάλασσα ενώ φοράμε ένα καπελάκι, καμιά φορά χωρίς μαγιό. Τη μαμά που παίζει μαζί μας στην άμμο, το αυτοκίνητο της οικογένειας γεμάτο στρώματα και σωσίβια να εξέχουν από το πορτμπαγκάζ. Τον αδελφό με μια τεράστια μπάλα στην παραλία.
Νοσταλγούμε όσα νομίζαμε πως δεν θα αλλάξουν ποτέ. Τις μυρωδιές από την κουζίνα της γιαγιάς. Ενα υποβρύχιο με γεύση βανίλια. Ενα παγωτό σοκολάτα με σιρόπι βύσσινο. Μια πλατεία όπου τρέχαμε με τα γόνατα γρατζουνισμένα. Ακολουθούσαν τα καλοκαίρια της εφηβείας. Με φωτιές στην παραλία, τότε που δεν φοβόμασταν πως κάτι θα γίνει λάθος και θα γίνει η περιοχή παρανάλωμα. Με ποδήλατα με κουδουνάκια και «ταχύτητες», πριν τα σκούτερ και τα «παπιά». Τα μακροβούτια. Ενα ψάρεμα με παραγάδι. Ενα γάλα σοκολατούχο «Αγνό» χαράματα μετά την επιστροφή από τις καλοκαιρινές ντισκοτέκ. Οι θερινοί κινηματογράφοι στους οποίους μπαίναμε χωρίς να δούμε τι παίζει – μπορεί να βλέπαμε ταινίες καράτε ή το «Ασανσέρ για δολοφόνους», τότε όλα ήταν «σινεμά». Ολα αυτά πριν τα πρώτα καλοκαιρινά ερωτικά σκιρτήματα που νομίζαμε ότι ήταν κάτι σοβαρό, ενώ δεν ξέραμε ούτε καν το όνομά της. Τα παλιά τραγούδια που τέτοια δεν γράφονται πια. Και μετά; Μετά άρχιζε σιγά-σιγά η λαχτάρα του καλοκαιριού να μεγαλώνει, γιατί διαπιστώναμε μεγαλώνοντας κι εμείς πως δεν ήταν τελικά τόσο σίγουρο και τόσο δεδομένο όσο μικροί νομίζαμε: θα ερχόταν αλλά για εμάς θα διαρκούσε λίγο. Θα μίκραινε – και θα μίκραινε πολύ. Κι όταν άρχισε να κρατάει ολοένα και λιγότερο μας έβαλε σε σκέψεις. Και αποφασίσαμε πως έπρεπε να είναι όλο και πιο σωστά οργανωμένο, γιατί ήταν όλο και πιο ακριβό.
Οσο οι μέρες του καλοκαιριού γίνονταν λιγότερες τόσο πιο πολύ μας απασχολούσαν – όπως συμβαίνει και στις γιορτές: όσο πιο λίγη είναι η ώρα που έχουμε για να γιορτάσουμε τόσο πιο πολύ θέλουμε να γεμίσουμε τη γιορτή με αυτά που μας λείπουν. Ετσι συμβαίνει και με το καλοκαίρι που όσο μεγαλώνουμε τόσο λιγότερο επιθυμούμε να μην έχει εκπλήξεις και τόσο περισσότερο προσπαθούμε να είναι στα μέτρα των ονείρων μας. Κάποια στιγμή στις πράξεις που ορίζουν την ωριμότητά μας προσθέσαμε και τον προσεκτικό σχεδιασμό του. Μάθαμε να μιλάμε με φίλους για αυτό και να δεχόμαστε συμβουλές. Αρχίσαμε να περνάμε χρόνο ψάχνοντας νησιά που δεν ξέραμε ούτε καν πού βρίσκονται και τι μπορεί σε αυτά να συναντήσουμε. Φτάσαμε να διαλέγουμε ξενοδοχεία ή κάμπινγκ ή οτιδήποτε μπορεί να μας είναι χρήσιμο στο ελάχιστο του καλοκαιρινού μας χρόνου, όχι με βάση το ένστικτό μας αλλά με βάση πληροφορίες – για τίποτα στη ζωή μας δεν έχουμε αθροιστικά συγκεντρώσει πιο πολλές πληροφορίες από όσες έχουμε ψάξει για τα καλοκαίρια μας: ούτε καν για γιατρούς. Κι αν μεγαλώνοντας ακόμα πιο πολύ, έχουμε καταλήξει πού ακριβώς θέλουμε το καλοκαίρι να το ζούμε, παύοντας να παριστάνουμε τον Οδυσσέα κυρίως γιατί οι περιπλανήσεις μας δεν μπορεί να είναι χρονικά απέραντες όπως οι δικές του, και πάλι η αγωνία για το πώς θα το περάσουμε μας κατατρέχει. Γιατί ένα ακόμα καλοκαίρι δεν μπορεί να είναι όπως ένας ακόμα χρόνος: τον χρόνο δεν τον σταματάς και το ξέρεις, ενώ το καλοκαίρι νιώθεις ότι σταματάς κι αυτό το φρένο θες να είναι ωραιότερο από τη διαδρομή, που έτσι κι αλλιώς δεν ελέγχεις. Αυτό το φρένο έρχεται κάθε χρόνο να σου θυμίσει πώς πρέπει να είναι η ζωή και η γιορτή της. Και για αυτό τα μαλλιά σου ασπρίζουν: από το άγχος του φρεναρίσματος. Αλλά και από την ανάγκη να γράψει στα μάτια σου κάτι αυτό το ετήσιο hangover της γιορτής, που έχεις μάθει να αγαπάς ως τη μόνη που κάθε χρόνο αξίζει να περιμένεις.
Το καλοκαίρι είναι μια γιορτή γενεθλίων, αφού όταν έρχεται σε υποχρεώνει να κατανοείς την αίσθηση του περάσματος του χρόνου και την απόλαυσή του: όλο τον χρόνο προσπαθείς να παίξεις κρυφτούλι με τον χρόνο, να νιώθεις νέος και άφθαρτος και ικανός και ανέγγιχτος από το πέρασμά του, αλλά το καλοκαίρι τον χρόνο τον συναντάς σαν καλεσμένο στη γιορτή σου. Οπως συμβαίνει με τους καλεσμένους δεν σε τρομάζει: νομίζεις πως έχει σταματήσει κι αυτός να τρέχει μαζί σου απλά για να γιορτάσετε μαζί τα μονίμως επαναλαμβανόμενα καλοκαιριάτικα γενέθλια. Δεν έχει σταματήσει όμως. Απλά έχει βάλει τα γιορτινά του, γιατί στις γενέθλιες γιορτές όλοι τιμούν και τη δική του παρουσία στη ζωή σου. Σε κοιτάζει, σου χαμογελά, σου λέει κάποια στιγμή «άσπρισες». Γλυκά σ’ το λέει, αλλά και ειρωνικά. Θα μπορούσε να σου πει «δεν γλιτώνεις». Αλλά το καλοκαίρι ο χρόνος είναι ωραίος…