Μετά τις εκλογές έχει διαμορφωθεί ένα πρωτόγνωρο πολιτικό σκηνικό. Πρώτη φορά μία κυβέρνηση εμφανίζεται σε τέτοιον βαθμό ανέλεγκτη από κρατικά όργανα και πολιτικές δυνάμεις που οφείλουν να λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα. Το κρισιμότερο έλλειμμα θεσμικών αντισταθμισμάτων απέναντι στο υφιστάμενο κέντρο διακυβέρνησης αποτελεί η ισχνή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.
Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία που η αξιωματική αντιπολίτευση να έχει εκλογική δύναμη μικρότερη του 20% και ταυτόχρονα η απόστασή της από την κυβερνητική πλειοψηφία να υπερβαίνει το 20%.
Η εκλογική, κοινοβουλευτική και δημοσκοπική αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνοδεύεται από δύο ακόμη πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά: Ο αρχηγός της είναι εξωκοινοβουλευτικός και πολιτικά άπειρος, ενώ το κόμμα τελεί σε συνθήκες εσωτερικής σύγκρουσης με διαδοχικές αποχωρήσεις βουλευτών, ευρωβουλευτών και στελεχών του.
Η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνιστά πρόβλημα για την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το κυβερνητικό έργο δεν εμπλουτίζεται από παρεμβάσεις της αντιπολίτευσης, ούτε ο έλεγχος της κυβερνητικής δράσης συμβάλλει στη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητά της. Και το κυριότερο, δεν διαμορφώνεται δυνατότητα εναλλαγής στην κυβέρνηση με βάση ένα συγκροτημένο σχέδιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές σε μια συνθήκη έξαρσης των μεταπολιτικών φαινομένων, υποσχόμενος ότι μπορεί να νικήσει τον Κ. Μητσοτάκη. Με βάση τις δημοσκοπήσεις αυτή η προοπτική δείχνει να απομακρύνεται, όχι μόνο εξαιτίας της διάσπασης του κόμματος, αλλά και λόγω της ρήξης του με ένα σημαντικό μέρος των υποστηρικτών του ΠαΣοΚ, μετά την οξεία αποδοκιμασία που εξέφρασε για την κυβερνητική διαδρομή του Κώστα Σημίτη.
Χάνοντας δυνάμεις τόσο προς τα αριστερά όσο και στα δεξιά του, ο ΣΥΡΙΖΑ απειλείται με περαιτέρω συρρίκνωση. Ομως ούτε το ΠαΣοΚ, ως τρίτος πόλος του κομματικού συστήματος, φαίνεται να επωφελείται από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ.
Με δεδομένο ένα εκλογικό σύστημα που πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα, η μακροχρόνια παραμονή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση μοιάζει ακαταγώνιστη. Οι φωνές που αμφισβητούν την ατζέντα της είναι ισχνές. Μόνη εναλλακτική θα ήταν η ενοποίηση των δυνάμεων της Σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής Αριστεράς και της Οικολογίας ακολουθώντας ένα μοντέλο παρόμοιο με αυτό της γαλλικής Κεντροαριστεράς στο ιστορικό Συνέδριο του Επινέ του 1971.
Για μια τέτοια εξέλιξη υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, να κλείσει ο κύκλος του σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ, ως των βασικών πόλων στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με τον κατακερματισμό του ενός τουλάχιστον από τους δύο πόλους, ενδεχόμενο που δεν μοιάζει πλέον απίθανο. Δεύτερον, να εμφανιστεί το πρόσωπο που θα αναδειχθεί επικεφαλής όπως ο Φρανσουά Μιτεράν στο Επινέ. Αυτό το πρόσωπο μπορεί να βρεθεί όταν το απαιτήσει η κοινωνία και ωριμάσει το αίτημα για αλλαγή κυβέρνησης.
Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι συνταγματολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το φαινόμενο Κασσελάκη. Το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας» (εκδ. Καστανιώτη).