«Τι θα κάνει τώρα ένας άνθρωπος που δεν είναι ούτε πενήντα χρόνων, όταν μάλιστα έχει συνηθίσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια τη ζωή του αρχηγού κόμματος;». Το ακούω από την ημέρα που ο κ. Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε ότι «παραμερίζει» για να μην πει πως από αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ παραιτήθηκε. Το ερώτημα γίνεται με άγια περιέργεια. Οποιος το απευθύνει είναι γιατί δυσκολεύεται να δει τον Τσίπρα να κάνει κάτι άλλο εκτός από τον αρχηγό ενός κόμματος. Και το κακό είναι πως αρχηγός γίνεσαι συνήθως σε ένα κόμμα: αυτοί που τα κατάφεραν σε περισσότερα από ένα είναι μετρημένοι στα δάχτυλα – λίγοι θέλουν μάλιστα να θυμόμαστε όλες τις αρχηγικές τους παρουσίες.
Αν ο Τσίπρας ήταν δικηγόρος, το πράγμα θα ήταν απλό: θα επέστρεφε στη δικηγορία. Ο δικηγόρος, όταν γίνεται βουλευτής, σπανίως παύει να είναι δικηγόρος, ακόμα κι αν το επάγγελμα για λίγο το αφήνει για να ασχοληθεί με την πολιτική. Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση ότι η δικηγορία είναι σαν το ποδήλατο: αν τη μάθεις, δεν την ξεχνάς. Ο δικηγόρος που γίνεται βουλευτής δεν αφήνει το γραφείο του και σπανιότατα απομακρύνεται και από τον όποιο κοινωνικό του κύκλο. Υπάρχει μια παράξενη αλληλεγγύη μεταξύ των δικηγόρων: δεν θυμάμαι κανέναν να έχει δεχθεί κάποιου είδους επίθεση από συναδέλφους του γιατί επέστρεψε στο επάγγελμα μετά την αποτυχία του να εκλεγεί. Το ίδιο ισχύει και για τους καθηγητές Πανεπιστημίου. Οταν η σχέση τους με την πολιτική διακοπεί επιστρέφουν στα πανεπιστήμια σαν να μην πέρασε μια μέρα και διηγούνται στους φοιτητές τους ιστορίες. Αλλά όλα αυτά μικρή σχέση έχουν με τον Τσίπρα.
Δεν μου φαίνεται επίσης πολύ πιθανό ο Τσίπρας να εξαργυρώσει το προηγούμενο της πολιτικής καριέρας του με τρόπους που το έκαναν άλλοι. Το βλέπω δύσκολο να γίνεται πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όπως έγινε, για παράδειγμα, ο κ. Γιώργος Παπανδρέου – για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω αν ο φανταχτερός αυτός τίτλος έχει κάποιου είδους πρακτικό αντίκρισμα. Δεν μου μοιάζει επίσης άνθρωπος που θα αφιέρωνε το υπόλοιπο της ζωής του σε πολιτικούς προβληματισμούς σε ημερίδες ή με παρεμβάσεις χάρη σε μια αρθρογραφία ευπρόσδεκτη: αυτά τα κάνει εύκολα ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος π.χ., μέσω του Κύκλου Ιδεών, αλλά αυτός είναι πραγματικό «περιβόλι».
Εχει όρεξη ξαφνικά ο Τσίπρας να το ρίξει στη συγγραφή; Δύσκολο. Ούτε του ταιριάζει ούτε θα εκτιμηθεί. Συγγραφείς γίνονται, μετά την πολιτική τους καριέρα, όσοι έχουν όρεξη για εξομολογήσεις – ο Τσίπρας δεν διακρίνεται για την αγάπη του στην αυτοκριτική. Εχουν φροντίσει να μην την κάνει και οι τριγύρω του: μία από τις τελευταίες δημόσιες επισημάνσεις τους ήταν ότι η Ιστορία πρέπει κάποτε να εξετάσει πώς έγινε και ο άνθρωπός τους έχανε συνέχεια εκλογές, ενώ ήταν καλύτερος. Αν ο Τσίπρας αυτά, εκτός από το να τα ακούει, τα πιστεύει κιόλας, με τέτοια προσέγγιση της πραγματικότητας είναι δύσκολο να γίνει συγγραφέας: στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινό που να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για ιστορίες φαντασίας, επιστημονικής και μη.
Βρίσκω και δύσκολο ο Τσίπρας να αρχίσει να γυρίζει τον κόσμο και να κάνει επιστημονικές διαλέξεις, λόγου χάριν όπως ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης. Και αυτό χρειάζεται μια αγάπη για το σόου, που στην περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού δεν διακρίνω. Οπότε τι θα κάνει ο άνθρωπος; Μου είναι άγνωστο. Αντιθέτως, πιστεύω πως είναι απλό το τι δεν χρειάζεται να κάνει: και είναι μάλλον τυχερός γιατί πάντα το να μην κάνεις κάτι είναι ευκολότερο από το να κάνεις το οτιδήποτε.
Ο Τσίπρας λοιπόν δεν χρειάζεται να συντηρεί έναν λόχο από πρώην συνεργάτες του που να μιλούν εκ μέρους του: μάλλον ρεζίλι θα τον κάνουν. Δεν χρειάζεται να ζει περιμένοντας πως θα φτάσει η στιγμή που η χώρα θα τον φωνάξει πίσω: τέτοιοι στόχοι (μεγαλομανείς, αναμφίβολα) οδηγούν στην κατάθλιψη. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να φτιάξει ένα δίκτυο το οποίο θα διοργανώνει βραδιές που σκοπό έχουν να πείθουν το κατά καιρούς ακροατήριο πως όλα τα έκανε σωστά: εκτός του ότι όλα αυτά είναι άχρηστα, προκαλούν και ένα είδος γέλιου στο ακροατήριο – συχνά νευρικού.
Δεν χρειάζεται επίσης ο Τσίπρας να μπει στον πειρασμό να παίξει τον ρόλο κάποιου είδους γερο-σοφού της Αριστεράς που θα κάνει παρεμβάσεις μιλώντας με γρίφους: ο πειρασμός είναι μεγάλος (και το καταλαβαίνω), αλλά ο χώρος αυτός από σοφούς είναι γεμάτος και άλλους δεν χρειάζεται. Φυσικά δεν χρειάζεται να μπει στον πειρασμό να γίνει ο μυστικοσύμβουλος του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ: ούτε μαριονετίστας μπορεί να γίνει σε αυτή την ηλικία ούτε και έχει μεγάλο ενδιαφέρον το επάγγελμα.
Τέλος, δεν χρειάζεται ο Τσίπρας να προσπαθήσει πλησιάζοντας τα πενήντα του να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι: αυτούς που τον συμβουλεύουν να ανοίξει κανένα βιβλίο, ας μην τους ακούει. Το κάνουν από κακία: δεν τους φτάνει που «παραμέρισε», θέλουν να τον δουν και να ταλαιπωρείται. Σε τελική ανάλυση, όποιος τον αγάπησε, τον αγάπησε με τα στραβά του – το να προσπαθήσει να τα αποβάλει κοντά στα πενήντα του θα είναι μια τυραννία χωρίς νόημα.
Ακούω διαρκώς πως μπορεί, λέει, να αρχίσει να κάνει παρέα με τον κ. Κώστα Καραμανλή, έναν άλλον που άφησε νωρίς μια κομματική ηγεσία έπειτα από μια εκλογική ήττα. Οι μύθοι και οι θρύλοι της εγχώριας πολιτικής λένε πως δεν είναι κακός για παρέα ο Καραμανλής: έχει πάντα ιστορίες να διηγηθεί, είναι «έξω καρδιά», ξέρει κι από καλό φαγητό. Οι δυο τους έχουν πάντα τον Παναθηναϊκό, που τους ενώνει και δίνει και αφορμές για ωραίες συζητήσεις, αλλά δεν ξέρω αν κι αυτός ακόμα μπορεί να τους βοηθήσει να κάνουν συναρπαστική παρέα.
Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να αποδειχθεί πρόβλημα ότι κάθε συζήτησή τους μπορεί να έχει την ίδια κατάληξη: τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πόσα να πεις για δαύτον; Μετά από λίγο βαριέσαι. Στην ιδέα μάλιστα ότι αυτός φταίει που δεν ξέρεις τι να κάνεις ενώ δεν έχεις φτάσει τα πενήντα σου μπορεί να φτιάξεις και κανέναν «Κύκλο Ιδεών» και να τρομάξεις τον κόσμο σου. Για τον Καραμανλή πολλοί αναρωτιόντουσαν γιατί δεν μιλάει. Αλλά αυτό αντέχεται. Δεν αντέχεται το να αρχίσεις να μιλάς και να διαπιστώσεις πως δεν έχει όρεξη να σε ακούει κανείς…