Τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες, δύσκολα θα εντοπιστεί πρωθυπουργός που να μην εξήγγειλε μια συνταγματική αναθεώρηση και μάλιστα όταν τα πράγματα για την κυβέρνησή του ήταν ζόρικα. Από τον κανόνα των τελευταίων ετών, φαίνεται πως δεν αποτελεί εξαίρεση ούτε ο σημερινός πρωθυπουργός, που εξήγγειλε πρόσφατα συνταγματική αναθεώρηση, αναθεώρηση που η αλήθεια είναι ότι είχε θέσει εξ αρχής στις προτεραιότητες της δεύτερης κυβερνητικής του θητείας.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν πως η εξαγγελθείσα συνταγματική αναθεώρηση δεν έχει, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικό περιεχόμενο, ενώ πολλοί εντάσσουν την εξαγγελία του Πρωθυπουργού σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της δύσκολης κατάστασης που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση, τη συνδέουν δηλαδή ευθέως με την πολιτική συγκυρία.
Γεγονός είναι πως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι όποιες αναθεωρήσεις έγιναν στη συνέχεια, λίγα ουσιαστικά πράγματα προσέφεραν στην πραγματική αλλαγή των θεσμών και των συνταγματικών κανόνων, και ακόμα λιγότερο επέλυσαν πραγματικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα το πολυσυζητημένο (και πολύπαθο) άρθρο 16 για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.
Οι πρόσφατες συνταγματικές αναθεωρήσεις δεν άφησαν βαρύ θεσμικό αποτύπωμα, ούτε συνέβαλαν σε βαθύτερες αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Η τωρινή εξαγγελία του Πρωθυπουργού για συνταγματική αναθεώρηση που θα γίνει, εκ των πραγμάτων, από την επόμενη Βουλή, αλλά το πλαίσιό της θα αποφασιστεί και θα ψηφιστεί τώρα από την παρούσα Βουλή, δεν φαίνεται να ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα, της αναθεώρησης δηλαδή χωρίς αυτή να είναι αναγκαία.
Κι αυτό, γιατί τα θέματα που τέθηκαν προς αναθεώρηση, όπως η αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, το άρθρο 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια και ο νόμος για την ευθύνη των υπουργών, είναι μεν πολύ σοβαρά θεσμικά θέματα, αλλά είναι απαραίτητο να αλλάξει το Σύνταγμα για να αλλάξουν κι αυτά;
Mήπως οι θεσμικές αλλαγές για την ποινική ευθύνη των υπουργών και τον τρόπο αλλαγής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, αν αλλάξει τελικά ο τρόπος επιλογής των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, μπορούν να γίνουν και με το υπάρχον Σύνταγμα, χωρίς να απαιτείται αναθεώρηση, με νόμους δηλαδή που είναι δυνατόν να υπηρετήσουν τις όποιες αλλαγές και να χωρέσουν στα υπάρχοντα συνταγματικά πλαίσια;
Aλλωστε, η εμπειρία με το άρθρο 16, που είχε «κολλήσει» για χρόνια στη συνταγματική του αναθεώρηση αλλά τελικά ψηφίστηκε με νόμο και ήδη ισχύει το πλαίσιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, είναι ένας «μπούσουλας» θεσμικών αλλαγών με νόμο, χωρίς συνταγματικές αναθεωρήσεις, με νόμους που κρίνονται, όπως και αυτός για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, δικαστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη συνταγματικότητά τους ή όχι.
Γιατί αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος, με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος κάθε λίγο και λιγάκι, και για θέματα που μπορούν να λυθούν με νόμους, όχι μόνον να ευτελιστεί η βαριά θεσμική λειτουργία των συνταγματικών αναθεωρήσεων, αλλά και να χρονίζουν άλυτα σημαντικά θέματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πρόοδο της χώρας και τον θεσμικό της εκσυγχρονισμό.