Πριν από λίγες ημέρες κατατέθηκαν οι πρώτες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τον νόμο της κυβέρνησης που αφορά την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων ή άλλως ιδιωτικών, όπως συνηθίζεται να λέγονται.
Η κατάθεση των προσφυγών ανοίγει τον δρόμο να κριθεί η συνταγματικότητα ή μη του νόμου που τελικά ψηφίστηκε ύστερα από πολλά χρόνια πολιτικών διεργασιών, αντιπαραθέσεων και σκληρών αντιδράσεων, που είχαν καταστήσει το συγκεκριμένο θέμα για πολλούς, τόσο στο πολιτικό όσο και στο πανεπιστημιακό πεδίο, ζήτημα που συνιστούσε αξεπέραστη κόκκινη γραμμή.
Για χρόνια, αυτές οι πολιτικές προσεγγίσεις, με ιδεολογικές κατασκευές και κινδυνολογίες για το δημόσιο πανεπιστήμιο, ματαίωναν την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, με βασικό επιχείρημα, που ήταν υπαρκτό, τις προβλέψεις του Συντάγματος.
Η συνταγματική ρύθμιση, το πολυσυζητημένο πλέον άρθρο 16, που για χρόνια είχε γίνει σύνθημα ταυτισμένο με τις αντιδράσεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ήταν το κλειδί που δεν επέτρεπε τη νομοθετική αλλαγή και πάνω σε αυτή τη συνταγματική απαγόρευση είχαν αποτύχει οι όποιες πολιτικές προσπάθειες είχαν γίνει κατά καιρούς, φτάνοντας ως την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, όπου τελικά το άρθρο 16 δεν άλλαξε και έμεινε ως είχε.
Η γενική εντύπωση μετά ταύτα ήταν πως η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, όποτε ήθελε γίνει, θα ήταν μια ευκαιρία να λυθεί το θέμα. Ωστόσο τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Οι δημόσιες τοποθετήσεις έγκριτων συνταγματολόγων, πρωτίστως του Ευάγγελου Βενιζέλου, και σοβαρές επιστημονικές μελέτες, όπως του επίτιμου προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (μετέπειτα υπηρεσιακού πρωθυπουργού) Ιωάννη Σαρμά και πολλών άλλων με βαριά επιχειρήματα ότι το άρθρο 16 δεν είναι τοίχος που δεν αφήνει καμία διέξοδο, έδωσαν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση, που είχε σαφώς την πολιτική βούληση, να προχωρήσει και να νομοθετήσει παρά την απαγόρευση του Συντάγματος.
Ετσι ο νόμος ψηφίστηκε, τα μη κρατικά πανεπιστήμια στο εγγύς μέλλον θα λειτουργήσουν και είναι στο χέρι της πολιτείας πρωτίστως να λειτουργήσουν σωστά, αξιόπιστα και να προσφέρουν δημιουργώντας συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού με το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Με αφορμή λοιπόν τη λύση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, όπου το Σύνταγμα δεν αποτέλεσε τελικά τροχοπέδη για τη σχετική μεταρρύθμιση, έχει αξία το ερώτημα που εύλογα προκύπτει. Πώς αντιμετωπίζεται το Σύνταγμα σε πολλές προβλέψεις του από πολιτικά κόμματα και συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις; Ως άλλοθι στασιμότητας δυστυχώς και όχι ως μοχλός αλλαγών, εφόσον κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει. Το Σύνταγμα από τη φύση του σίγουρα έχει μια διαχρονικότητα και ισχύος και εφαρμογής.
Ομως δεν είναι ούτε στατικό ούτε αμετάβλητο. Ερμηνεύεται, «εξελίσσεται», και πολιτικά αυτό έχει μεγάλη σημασία. Ως εκ τούτου, το προηγούμενο με τα μη κρατικά πανεπιστημία μήπως μπορεί να λειτουργήσει ίσως και σε άλλες μεταρρυθμίσεις; Ολα αυτά εν όψει και της επικείμενης αναθεώρησης, που, όποτε κι αν ξεκινήσει, θέλει τον χρόνο της, με ό,τι αυτό σημαίνει…