Προδικτατορικά η διοργάνωση συνεδρίων από τα κόμματα πέραν της Αριστεράς, τα αστικά κόμματα σύμφωνα με την ορολογία που υποδήλωνε μια μαρξιστική οπτική αλλά αποδεκτή γενικότερα στο πολιτικό λεξιλόγιο, ήταν σπάνια. Το σημαντικότερο ήταν ένα συνέδριο του κόμματος των Φιλελευθέρων το 1958, το οποίο όμως ήταν μια συνέλευση κοινοβουλευτικών στελεχών και πολιτευτών.
Ούτε ο Ελληνικός Συναγερμός του στρατάρχη Παπάγου ή η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αλλά ούτε και η Ενωση Κέντρου συγκάλεσαν ποτέ συνέδριο. Αν και τα κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου διέθεταν ευρεία κοινωνική βάση, παρέμειναν κόμματα προυχόντων, με αδύναμη ή ανύπαρκτη κομματική οργάνωση και ισχυρές προσωπικού χαρακτήρα ηγεσίες.
Η σύγκληση συνεπώς του πρώτου συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας στη Χαλκιδική τον Μάιο του 1979 σήμαινε κάτι ευρύτερο από το γεγονός αυτό καθαυτό. Της σύγκλησης του συνεδρίου είχε προηγηθεί η προσπάθεια συγκρότησης ενός γραφειοκρατικού κόμματος σε πανελλαδικό επίπεδο, με την εκλογή κομματικών οργάνων, τοπικών και νομαρχιακών, από χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη. Η συντηρητική παράταξη υιοθετούσε πλέον τις μεθόδους και τις τεχνικές της γραφειοκρατικής κομματικής οργάνωσης και της μαζικής πολιτικής.
Πέραν αυτού, στο πλαίσιο του συνεδρίου, ο Καραμανλής επεχείρησε να αρθρώσει την ιδεολογία του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, μια επεξεργασία λιγότερο θεωρητική και περισσότερο εμπειρική, η οποία αποτύπωνε όμως σαφώς το στίγμα μιας οικονομίας της αγοράς με έντονα στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού.
Τέλος, από το συνέδριο ψηφίστηκε και καταστατικό του οποίου η σημασία έγκειτο κυρίως στη ρύθμιση της διαδικασίας διαδοχής στην ηγεσία του κόμματος, καθώς αναμενόταν σχεδόν με βεβαιότητα η εκλογή του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας τον Μάιο του 1980. Με τρόπο τυπικό ίσως για ένα αστικό κόμμα της δεκαετίας του ’70, η αρμοδιότητα της εκλογής της ηγεσίας ανατέθηκε στη κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος.
Επρόκειτο συνεπώς για ένα θεμελιωτικό συνέδριο το οποίο αντανακλούσε βασικές επιλογές του Καραμανλή και απέβλεπε στη διαφύλαξη της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής κληρονομιάς του.
Τα συνέδρια της Νέας Δημοκρατίας συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, θα αντανακλούσαν τις επιλογές της ηγεσίας του κόμματος. Το δεύτερο συνέδριο, το 1986 στη Θεσσαλονίκη, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σηματοδότησε τη στροφή της Νέας Δημοκρατίας προς έναν φιλελευθερισμό περισσότερο προσανατολισμένο στην αγορά και λιγότερο παρεμβατικό. Επρόκειτο για μια στροφή που ευθυγραμμιζόταν με τη διεθνή εξέλιξη του συντηρητικού και φιλελεύθερου χώρου μετά την επικράτηση της Θάτσερ στη Βρετανία και του Ρίγκαν στην Αμερική.
Αντανακλούσε επίσης μια τάση αναθεώρησης της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας του 1974-81 και προτιμήσεις πολιτικής της νέας ηγεσίας, αν και όχι στην έκταση που θα ήθελε ο Μητσοτάκης, λόγω της ανάγκης τήρησης ισορροπιών με την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική κληρονομιά του Καραμανλή.
Δύο άλλα συνέδρια ήταν σημαντικά γιατί αφορούσαν την αλλαγή του τρόπου εκλογής της ηγεσίας. Η πρώτη ψηφίστηκε από το τέταρτο συνέδριο τον Μάρτιο του 1997, όταν ανατέθηκε σε ένα διευρυμένο συνεδριακό σώμα η εκλογή προέδρου με αποτέλεσμα την εκλογή του Κώστα Καραμανλή. Η αλλαγή αυτή ήταν συνέπεια της αυξημένης βαρύτητας των κομματικών μηχανισμών που οδηγούσε σε μια ανακατανομή της εσωκομματικής εξουσίας, στο σπάσιμο του μονοπωλίου της κοινοβουλευτικής ομάδας στην ανάδειξη της ηγεσίας.
Η δεύτερη διεύρυνση του εκλεκτορικού σώματος πραγματοποιήθηκε από έκτακτο συνέδριο τον Νοέμβριο του 2009, οπότε αποφασίστηκε η εκλογή του προέδρου από τα μέλη του κόμματος σε μια ανοιχτή ψηφοφορία. Η νέα διεύρυνση του εκλεκτορικού σώματος εντασσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κριτικής των κομματικών μηχανισμών ως κλειστών συστημάτων εξουσίας και της ανάγκης, εξ αυτού, να υπάρξει άνοιγμα των κομμάτων στην κοινωνία.
Και στις δύο περιπτώσεις η Νέα Δημοκρατία ακολούθησε ανάλογες αλλαγές που είχαν εισαχθεί στο ΠαΣοΚ το 1996 και το 2004 αντίστοιχα. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι και στις δύο περιπτώσεις οι αλλαγές αυτές είχαν προωθηθεί όταν η ηγεσία του κόμματος αδυνατούσε να ελέγξει τις εξελίξεις: το 1997 αμφισβητείτο ο Μιλτιάδης Εβερτ, ενώ το 2009 ο Κώστας Καραμανλής είχε ανακοινώσει ήδη την αποχώρησή του.
Τα συνέδρια της Νέας Δημοκρατίας έκτοτε, δηλαδή από το 8ο του 2010 έως και το 15ο του 2024, επιβεβαιώνουν τον κανόνα της δυνατότητας ελέγχου της έκβασής τους από την εκάστοτε ηγεσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα κόμματα είναι μονολιθικά. Ούτως ή άλλως τα συνέδρια έχουν εξελιχθεί σε δημόσια γεγονότα ενώπιον του εκλογικού σώματος και οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις είναι ανιχνεύσιμες. Παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν περιορίσει τον χώρο του εσωκομματικού «απορρήτου» που ήταν σε θέση να ελέγχουν οι κομματικές ηγεσίες.
Σημαίνει όμως ότι η ηγεσία έχει τη δυνατότητα ελέγχου των εξελίξεων στον βαθμό που υπερασπίζεται την κυβερνητική εξουσία ή δημιουργεί την προσδοκία της νίκης που θα οδηγήσει στην εξουσία.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών, Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.