Ολόγος περί woke πάει να χρωματίσει πολιτικά σύνορα και σχίσματα της κοινής γνώμης. Κίνημα ή διακριτή ατζέντα και, για κάποιους από τους παθιασμένους πολέμιούς του, μια «ολοκληρωτική ιδεολογία», ο «γουοκισμός» μοιάζει να συνδυάζει το μυστηριώδες και το επίφοβο. Η έριδα αντανακλά ήδη στους πολιτικούς ανταγωνισμούς σε όλο και περισσότερες χώρες. Τώρα, ας πούμε, ο Χόρχε Μιλέι της Αργεντινής υποδέχτηκε τη Μελόνι της Ιταλίας υψώνοντας αντι-woke λάβαρο. Περί τίνος όμως ο λόγος;

Τα λεξικά φωτίζουν την προέλευση του woke, τη σχέση του με μια ορμή αφύπνισης/έγερσης για την καταπολέμηση πολλαπλών διακρίσεων και ανισοτήτων. Κυρίως γύρω από την ταυτότητα φύλου, τον βαθύτερο ρατσισμό, τη διαχείριση της αποικιοκρατικής κληρονομιάς και της ευρωαμερικανικής πολιτισμικής ηγεμονίας. Από εκεί και πέρα, οι διαφωνίες μεταφράζονται σε διάσπαρτους «πολιτισμικούς πολέμους» γύρω από την κουλτούρα της ακύρωσης (καλλιτεχνικών έργων ή προσώπων), τα καθιερωμένα λεξιλόγια και την ανάγκη προσαρμογής τους στις αντιρατσιστικές και αντισεξιστικές νόρμες.

Για την ακρίβεια, η συζήτηση απλώνεται σε τρία διακριτά επίπεδα. Το πρώτο είναι οι πολιτικές της ταυτότητας που έχουν επίδραση σε θεσμούς και ιδίως στον αξιακό χάρτη των περισσότερων φιλελεύθερων δημοκρατιών. Ενα δεύτερο επίπεδο εντοπίζεται εντονότερα σε κάποια πανεπιστήμια και στις πολιτισμικές αγορές περιλαμβάνοντας νέες ερμηνείες για το κοινωνικό φύλο (gender) και τη φυλή (race).

Τέλος, ένα τρίτο επίπεδο αφορά την έξοδο των θεωρητικών σχημάτων στη συμβατική πολιτική και επικοινωνιακή σφαίρα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο, η εκτίναξη στη δημοσιότητα, έχει καίρια σημασία, αφού η διαμάχη εκτυλίσσεται πια στην αρένα των social media όπου ποικίλα θέματα αλέθονται και επαναφορτίζονται από γεγονότα της επικαιρότητας. Μια γυναικοκτονία, οι προ ετών καταγγελίες του #MeToo, η τζιχαντιστική επίθεση σε κάποια πόλη της Ευρώπης, μια παρέμβαση ακτιβιστών για το κλίμα (με ανορθόδοξους ή ασεβείς για την πλειοψηφία τρόπους), τα ετήσια pride και οτιδήποτε άλλο προσφέρουν την αφορμή για το σχόλιο περί γουοκισμού.

Η σκόνη που σηκώθηκε από την πρόσφατη συζήτηση του Κ. Μητσοτάκη με τον συντηρητικοφιλελεύθερο συγγραφέα Πασκάλ Μπρικνέρ πρόσθεσε τώρα ένα καρύκευμα προκαλώντας την περιέργεια και σε εκείνους που δεν είχαν πάρει είδηση το θέμα. Κάπως έτσι, ο «γουοκισμός» γίνεται μοδάτη αναφορά, ιδίως για όποιον θεωρεί πως ανακαλύπτει εδώ τη βασική πηγή της κρίσης των δημοκρατιών μας και της κουλτούρας.

Ολα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα κομφούζιο ιδεών και πολιτικών επικρίσεων. Ας σταθούμε λοιπόν σε ορισμένα θεμελιώδη. Για κάθε ζήτημα που ανάγεται στη woke ατζέντα υπάρχουν σοβαρές εσωτερικές διαφωνίες στα φεμινιστικά, αντιρατσιστικά, ΛΟΑΤΚΙ κινήματα και διαφορετικές ερμηνείες μέσα στους θεωρητικούς. Παρ’ όλα αυτά, ο εχθρικός σχολιασμός περί woke τού προσδίδει ενιαία και συμπαγή χαρακτηριστικά καταχρηστικής και ολέθριας «δικαιωματοκρατίας». Πρόκειται για κάτι το οποίο επιλέγεται συνειδητά ως πολιτισμικό μέτωπο από διάφορους κλάδους της Δεξιάς στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική, όπως και στην Ευρώπη και πλέον και στη δική μας επικράτεια.

Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του σπουδαίου ιστορικού των ιδεών Τζόναθαν Ισραελ «Μια επανάσταση του νου. Ο ριζοσπαστικός Διαφωτισμός και οι διανοητικές απαρχές της σύγχρονης δημοκρατίας» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μφρ. Δ. Παπαδουκάκης). Εδώ αναφέρονται στοχαστές και έργα του μακρινού 18ου αιώνα όπου είναι εμφανής μια ριζοσπαστική κριτική στα προνόμια, στις εξουσιαστικές προκαταλήψεις και στις ανισότητες. Η ίδια η ιδέα μιας διαδικασίας χειραφέτησης που κλονίζει τις πνευματικές και πολιτικές ισορροπίες φέρνει στον νου μια πρώιμη «κουλτούρα αφύπνισης».

Το κυριότερο: οι τότε σκανδαλισμένες αντιδράσεις στην αμφισβήτηση ποικίλων προνομίων γνώσης, εξουσίας και πλούτου θυμίζουν τους σημερινούς φόβους. Την άποψη, ας πούμε, ότι ο πολιτισμός καταρρέει αν υπονομευτούν οι θεσπισμένες ιεραρχίες και επερωτηθούν ανισότητες που για τον συντηρητικό φιλελευθερισμό είναι απαραίτητες για την ευημερία και την ευταξία.

Εκτιμώ ότι πολλές από τις πρόσφατες χρήσεις της woke απειλής εκφράζουν μια συγκεκριμένη ιεράρχηση των ρίσκων για την κοινωνία και τη δημοκρατία. Ετσι, η ηγεμονική ισχύς των κολοσσιαίων εταιρειών, η καταστροφή της κλιματικής ισορροπίας, η επέκταση του οργανωμένου εγκλήματος σε πολλά κράτη-παρίες ή η αναγέννηση των σοβινισμών σε πολλές χώρες, λογαριάζονται ως πράγματα πολύ λιγότερο σκανδαλώδη και ικανά να προκαλούν αγανάκτηση από παροδικές ακρότητες κάποιων κινημάτων. Μια «προκλητική» τρανς κοντά σε ανήλικο ξεσηκώνει πολύ μεγαλύτερες δόσεις ανατριχίλας από κάποιον που με τις πράξεις του οδηγεί στην υποβάθμιση και καταστροφή της ζωής των άλλων.

Υπάρχουν φυσικά σημαντικά ερωτήματα για το πώς ο μεταμοντέρνος φιλελεύθερος καπιταλισμός ενσωματώνει όλο και περισσότερο τη ρητορική της διαφορετικότητας και της ποικιλίας (diversity). Ενας επιχειρηματίας μπορεί προσωπικά να μισεί το woke, αλλά η εταιρεία την οποία διευθύνει και οι κώδικες με τους οποίους απευθύνεται στο κοινό να τηρούν κανόνες ευπρέπειας κατά του ρατσιστικού λόγου ή υπέρ των ευάλωτων και των μειονοτήτων. Το αδιάψευστο όμως φλερτ των σύγχρονων μηχανισμών της αγοράς με κάποιες από αυτές τις ευαισθησίες δεν αποτελεί δικαιολογία για την ευτελή επίθεση στα δικαιώματα και για τον επισπεύδοντα αντι-γουοκισμό. Εξάλλου πολλές νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές δυνάμεις ορκίζονται στις ελεύθερες αγορές ενώ απεχθάνονται βαθιά το woke.

Ψάχνοντας κάπως περισσότερο επιδιώξεις και στοχεύσεις, θα δούμε ότι αυτές υπηρετούν κυρίως την εξής ιδέα: ότι ο κόσμος μας και η Δύση δεν χρειάζονται σοβαρές αλλαγές και επαναπροσδιορισμό. Οτι, κατά βάση, είμαστε καλά και απλώς με κάποια διαχειρίσιμα από την τεχνολογία προβλήματα. Πίσω από αληθινά ή εικαζόμενα επεισόδια woke, αναζητούν πλέον την αθώωση σχέσεων όπου συντηρούνται η αδικία και η ανισότητα. Αυτή η εμμονή γίνεται εντέλει προσπάθεια διάσωσης ενός βλέμματος που δεν έχει να μαρτυρήσει κάτι ουσιαστικό για τους πραγματικά κυρίαρχους και αυθαίρετους στον κόσμο μας.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.