Το 2024 είναι αλήθεια πως κλόνισε τον κ. Μητσοτάκη. Ιδιαιτέρως την πίστη του για τη μακροημέρευση της ηγεμονίας του στην πολιτική σκηνή της χώρας. Στις ευρωεκλογές, έναν χρόνο μετά τη διπλή εκλογική νίκη του 2023, είδε τα ποσοστά του κόμματός του να υποχωρούν σημαντικά, κοντά στις 12 ποσοστιαίες μονάδες και την αμφισβήτηση της ηγεσίας του να θεριεύει. Ηταν η πρώτη φορά από την ανάληψη της εξουσίας το 2019 που το εκλογικό σώμα έδωσε σημάδια άρνησης ψήφου στον κ. Μητσοτάκη.

Αρχικώς ο κύκλος του αντέδρασε αμυντικά, προβάλλοντας την επίσης σημαντική φθορά των περισσοτέρων κομμάτων της αντιπολίτευσης και αποδίδοντας την υποχώρηση στην ιδιαιτερότητα των ευρωεκλογών, στη μεγάλη αποχή και στο γεγονός ότι δεν κρινόταν από αυτές η τύχη διακυβέρνησης της χώρας.

Ωστόσο με τον καιρό ένιωσε την απειλή, αναγνώρισε τους κινδύνους μιας πιθανής διευρυνόμενης φθοράς και προσπάθησε να κινητοποιήσει τόσο τις κυβερνητικές όσο και τις κομματικές δυνάμεις, με σκοπό να βελτιώσει τη θέση του και να αποκρούσει τα κύματα αμφισβήτησης της πολιτικής του. Και μαζί κήρυξε «αγώνα αντεπίθεσης», αναλαμβάνοντας ο ίδιος την πρωτοβουλία ανάταξης του κόμματος και της κυβέρνησης.

Ευνοήθηκε βεβαίως στην προσπάθειά του αυτή από την κρίση που συνόδευσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμέσως μετά τις ευρωεκλογές. Οι ηγεσίες τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠαΣοΚ αμφισβητήθηκαν εντόνως.

Ο Στέφανος Κασσελάκης κηρύχθηκε έκπτωτος, αποκλείστηκε από τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου, αποχώρησε και κατέληξε έπειτα από μήνες στη δημιουργία νέου σχήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε μεν τον κ. Φάμελλο, αλλά απώλεσε το θεσμικό προνόμιο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και πλέον παλεύει πληγωμένος για την ανασυγκρότησή του.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης χρειάστηκε επίσης να επιστρατεύσει όλες τις οργανωτικές του δυνατότητες και ικανότητες προκειμένου να ξεπεράσει το ισχυρό κύμα εσωκομματικής αμφισβήτησης και να επιτύχει την επανεκλογή του. Και το ΠαΣοΚ ωστόσο πληγώθηκε, παρότι η εκλογική διαδικασία ανέδειξε πρόσωπα κρυμμένα και ενδιαφέρουσες αφανείς στους περισσότερους δυνάμεις.

Οπως και να έχει πάντως ο κ. Μητσοτάκης δεν έμεινε ακίνητος. Εκανε κάποιες αλλαγές στον λόγο του, προσαρμόστηκε στις επιταγές της παρατηρούμενης διεθνώς μετά την επανεκλογή Τραμπ νεοσυντηρητικής στροφής ώστε να καλύψει τα νώτα του και επιπλέον προσέγγισε με μεγαλύτερη προσοχή μείζονα κοινωνικά θέματα όπως αυτά της υγείας και της στέγασης των νοικοκυριών, αναγνώρισε το πρόβλημα της υποτίμησης των αμοιβών, επέβαλε στις τράπεζες τη μείωση των υπερβολικά καταχρηστικών προμηθειών και έδωσε κάποια δείγματα ουσιαστικής μείωσης των φόρων όταν οι ευρύτερες δημοσιονομικές συνθήκες και οι υποχρεώσεις της χώρας το επιτρέψουν.

Και ακόμη έδειξε ότι θα επιμείνει στο σχήμα οικονομικής πολιτικής που θέλει τις επενδύσεις να αυξάνονται, τον ιδιωτικό τομέα να μεγεθύνεται και να δημιουργεί περιβάλλον ανάπτυξης περισσότερων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

Για αυτόν το 2025 είναι έτος προπαρασκευαστικό της προεκλογικής και εκλογικής διετίας 2026 και 2027. Στη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς θα θελήσει να διατηρήσει και ενισχύσει τα κεκτημένα της οικονομίας για να φορτσάρει απερίσπαστος στη συνέχεια.

Κακά τα ψέματα, ο Μητσοτάκης δεν είναι εύκολος αντίπαλος. Θα κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του. Κοινώς, δεν θα κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα. Αρέσει δεν αρέσει, έχει συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικής και στόχων στο μυαλό του, το υπηρετεί συστηματικά και οργανωμένα, το εμπλουτίζει κάθε τόσο και ευελπιστεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ακόμη μία νικηφόρα εκλογική μάχη.

Και θα την πετύχει αν ενδιαμέσως οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν εργαστούν σκληρά προκειμένου να παρουσιάσουν ένα συνεκτικό και αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα και τους πολίτες. Ενα σχέδιο που θα απαντά με χειροπιαστό τρόπο στις μεγάλες αγωνίες των Ελλήνων και θα αναγεννά τις προσδοκίες. Γιατί απλούστατα χωρίς αυτές κανείς δεν νίκησε ποτέ κανέναν…